Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

ΑΑ. ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ ή Μούσα Λευκα(η)δία



Τίτλος: ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ ή Μούσα Λευκα(η)δία
Συγγραφέας: Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Έκδοση: Λευκάδα, 2010
Διαστάσεις: 17x25
Σελίδες: 56
Τιμή: 8.90 €
Αποκλειστική διάθεση:
Βιβλιοπωλείον Τσιρίμπαση, Λευκάδα
Σκίτσα: Νίκος Γαζής



Επιλογές από τα σατιρικά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν
στην στήλη των Νέων της Λευκάδας: To Ποίημα της Εβδομάδας
κατά την περίοδο 2003-2005, λίγα καινούργια ποιήματα
και κάποια απ’ τα χαρακτηριστικότερα άρθρα του Δ. Ε. Σολδάτου,
σε γλώσσα αιχμηρή και σαρκαστική.
Όλο το βιβλίο, όπως και απ’ τον τίτλο διαφαίνεται, είναι αφιερωμένο
στην Λευκάδα του σκότους και της παρακμής: στην μιζέρια
της μικρής επαρχίας, στους αδαείς, υπερφίαλους πολιτικούς,
στους μικρόψυχους πνευματικούς ταγούς, στα φτηνά θεάματα
του καλοκαιριού, στην νάρκη του χειμώνα, στις κουτσομπολίστικες
στήλες των εφημερίδων, στις γυναίκες «με τα ξινισμένα μούτρα,
που ονειρεύονται δυο μέρες στην Αθήνα», στα κακόφημα μπαρ
των δρόμων... Απ’ την σάτιρα δεν γλιτώνει κανείς, αλλά ούτε
κι ο ίδιος, που αυτοσαρκάζεται μέχρις εσχάτων.



ΔΙΠΛΗ ΠΑΤΡΙΔΑ




Άλλα μου έφερε ο καιρός, κι άλλα μου πήρε ο Χρόνος.
Διπλά, πατρίδα, σ’ αγαπώ και σε μισώ συγχρόνως!


Υπάρχουν, Λευκαδίτη, δυο Λευκάδες:
η μια στον χάρτη κι η άλλη στην ψυχή σου.
Η μια που δημαρχαίοι και βουλευτάδες
την σύρανε ως το χείλος της αβύσσου

κι η άλλη όλο ποίηση και καντάδες –
μια απόμακρη φωνή που λέει: «Θυμήσου!»
Μα εσύ ξεχνάς! Και γλείφεις τους χαλκάδες
που οι «ξύπνιοι» σου περάσανε. Κοιμήσου...

Του Ονείρου η Λευκάδα αντιχτυπιέται
βαθιά μέσα στο αίμα μου μ’ εκείνη
που για πραγματικότητα περνιέται.

Ο φάρος των καιρών σκοτάδι χύνει...
Μα πίσω απ’ την μαυρίλα η Σελήνη
με την Σαπφώ, κρυφά, γλυκοφιλιέται.



SANTA MAURA




Άγιος του Παπαδιαμάντη
μοιάζω σ’ αυτό το χωριουδάκι,
που ᾿ναι σαν Κόλαση του Δάντη
και Πρέβεζα του Καρυωτάκη!


Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Άδειες κουβέντες, τσακωμοί στα καφενεία
και τ’ αποτσίγαρα σαν μέρες τελειωμένες
που πατηθήκαν με το πόδι στην γωνία.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Σαββατοκύριακα μ’ ανώφελα ξενύχτια.
Κι από Δευτέρα οι ελιές αν θα λαδίσουν
κι απ’ την αρχή αν θα ψαρίσουνε τα δίχτυα.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Οι κουτσομπόλες σαν φρουροί στα παραθύρια.
Γλέντια «νησιώτικα» με βλάχικα κλαρίνα –
φάλτσοι σκοποί και μια ζωή για πανηγύρια.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Η Βούλα, η Σούλα, η Κούλα, η Ρούλα και η Ρήνα –
στρυφνές γυναίκες με τα μούτρα ξινισμένα,
που ονειρεύονται δυο μέρες στην Αθήνα.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Λευκάδα-Πρέβεζα: μισή ώρα με τ’ αμάξι…
Ακριβοπούτανα σε μπαρ «φτηνά» του δρόμου,
νύχτες ξυράφια και ο πόθος μου μετάξι.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Σαν κωμωδία που θυμίζει έντονα δράμα
μόνο σε μένα, για τους άλλους όλα ωραία:
Πλήξη, τους λέω. Κι απαντούν σιγά το πράμα!

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Επάνω κάτω έχω οργώσει το Παζάρι
και κάποιο αδέσποτο σκυλί με συνοδεύει,
ενώ διαγράφει τις σκιές μας το φεγγάρι.

Πλήξη τρομερή της επαρχίας!
Όλα όπως τ’ άφησα πριν φύγω τα ξανάβρα.
Παραλλαγμένη, SANTA MAURA, σου ταιριάζει
των Ενετών η ονομασία: ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ!


___________

Κατόπιν της δημοσιεύσεως του «SANTA MAURA»,
έλαβα ένα γράμμα με το παρακάτω ποίημα,
το οποίο συνεχίζει το ταξίδι του στίχου
«Λευκάδα-Πρέβεζα: μισή ώρα με τ’ αμάξι»
ως «την έσχατη πικρία».
Υπογράφεται από την «κυρία Νοντιέ»
(βλέπε «Γαλλική Ανθολογία» Γιώργη Σημηριώτη,
έκδοση «Χρυσής Δάφνης», Αθήνα 1954, σελ. 70).



ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΕΓΧΟΡΔΩΝ




Λευκάδα-Πρέβεζα: μισή ώρα με τ’ αμάξι.
Τις Κυριακές συνήθειο το ’χει να πηγαίνει
σ’ ένα μπαράκι, όπου γυναίκα αγορασμένη
για συντροφιά λίγων ωρών πάλι θα ψάξει.

Στα μαύρα πάντα – η μακριά του καμπαρντίνα
ξεδιπλωμένη σαν φτερό στο πέρασμά του.
Του έρωτα θέλει παρτενέρ ή του θανάτου;
Κι είν’ η προσέγγιση μια γνώριμη ρουτίνα.

Εκείνη θα ’ρθει, θα 'χει έκφραση μοιραία:
"Ένα ποτό θα με κεράσεις;" θα ρωτήσει,
όμως το δεύτερο, διπλό θα το απαιτήσει –
ενώ αυτός θα επαιτεί λίγη παρέα.

Αλλά στην τρίτη βότκα πλέον θα ’χει λιώσει
κάθε συναίσθημα, σαν πάγος στο ποτήρι.
Κι όπως εκείνη έχει τώρα μισογείρει,
με τα βυζιά της έχει αυτός απλά καυλώσει.

Λέει «πάμε τώρα, τώρα πάμε» ενώ πληρώνει.
Στ’ αμάξι, στα όρθια, στο δωμάτιο εκεί δίπλα –
ένα εικοσάλεπτο, ένα πήδημα σαν ντρίμπλα
μ’ αδιάφορο ένα τέρμα, έτσι όπως τελειώνει.

Ένα εικοσάλεπτο, που νιώθει κυριαρχία,
καθώς η φύση η αρσενική του τον προστάζει –
αντί να πείθει, εδώ και τώρα τ’ αγοράζει:
πιο τίμια μοιάζει τούτη δω η δοσοληψία.

Κι ύστερα, στα στενά σοκάκια της Πρεβέζης
μ’ ένα συναίσθημα άδειο τριγυρνάει.
Άλλο ένα βράδυ, π’ ολοκάθαρα πονάει:
σαν Κουαρτέτο Εγχόρδων, έργο που το παίζεις

μ’ απελπισμένους κάποιους ήρωες δωματίου:
(η Πρέβεζα πίσω διαγράφεται στο φόντο) –
κι είν’ η εκδιδόμενη γυναίκα θύμα πρώτο,
με θύτες δυο, καθώς ταινία μυστηρίου:

Του πρώτου, όλοι σχεδόν γνωρίζουν τ’ όνομά του:
Καρυωτάκη τον ελέγανε – κι ακόμη
τον αναγράφουν οι ασήμαντοί του δρόμοι,
όπως κι εγώ τ’ όνομα τ’ άλλου: του Σολδάτου.



ΚΡΙΤΙΚΕΣ:

Δεν γράφω κριτικές για βιβλία που συχνά μου χαρίζουν
οι δημιουργοί ή οι εκδότες τους.
Μπορεί να κάνω λάθος αλλά δεν μπόρεσα να μην γράψω
έτσι αυθόρμητα για το νέο πόνημα του Δημήτρη Σολδάτου
«ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ».
Σατιρικός, ανατρεπτικός όπως πάντα, σκωπτικός και ειρωνικός
ο λόγος του, φωνάζει «αν αξίζουμε μια καλύτερη Λευκάδα»...
Ποίηση ή πεζή σάτιρα, επιθεώρηση ή παράφραση της
επικαιρότητας,
όλα μαζί κάνουν αυτό το 56 σέλιδο μαύρο Α4 έντυπο,
να το διαβάσεις με μια ανάσα... Να δεις τα γεγονότα...
απ’ την ανάποδη ή απ’ την ορθή (αναλόγως…),
να σκεφτείς και να αναρωτηθείς για πρόσωπα
και καταστάσεις, για σκοπιμότητες και...
κραυγές δημοσιότητας, για χρόνους που έφυγαν
και ευκαιρίες που χάθηκαν...
Στο τολμηρό αυτό βιβλίου του Δημήτρη Σολδάτου
συνυπάρχουν οι ανάγκες του τόπου μας,
η στυγνή πραγματικότητα, η ελπίδα, το μνημόσυνο
των αποτυχιών αλλά και το θάρρος της απόλυτης ανατροπής,
της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης.
Για άλλη μια φορά, αγαπητέ Δημήτρη
έτρεξες το μαραθώνιό σου και... τερμάτισες.
Αξία έχει η ελευθερία στο χρόνο και ο τερματισμός
κι όχι -σώνει και καλά- η πρωτιά…
Αρκετοί πρωτεύουν με δεκανίκια και αναβολικά ψυχής,
εσύ με απλές ελβιέλες...


Παναγιώτης Σκληρός
Πρώην δήμαρχος Λευκαδίων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου