Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Nobel λόγω ατεχνίας, 2008

Δείτε το ως e-book:



Εδώ παρουσιάζεται το σύνολο του βιβλίου,
εκτός από την ενότητα «Ποιητική Αδεία»
που εμπεριέχεται στις Διασκευές.
Τα περισσότερα ποιήματα έχουν δημοσιευθεί

στην εφημερίδα «τα Νέα της Λευκάδας»,
στην στήλη «το Ποίημα της Εβδομάδας»

κατά την περίοδο 2000-2005.
Ελάχιστα σημεία, ανεπαίσθητα διορθώθηκαν προς το ορθότερο.

___________________


Η σάτιρα είναι η σφαίρα όπου λιγότερο από κάθε άλλη
η ποίηση μένει άπρακτη κι αδιάφορη απ’ τον έξω κόσμο.
Κι ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία – η πολιτική.
Η σάτιρα δέχεται εντυπώσεις από την κοινωνία.
Έπειτα, χτυπά την κοινωνία…
Τέλος, δέχεται ξανά και τον αντίκτυπό της…
Όλοι οι σατιρικοί συγγραφείς και ποιητές στον τόπο μας
τον έλαβαν αυτόν τον αντίκτυπο, για καλά!
Ο Αλέξανδρος Σούτσος φυλακίσθηκε δύο φορές

«επί εξυβρίσει του Στέμματος»
και πέθανε ίσως από την δεύτερη φυλάκιση.
Ο Σουρής δικάστηκε επί εξυβρίσει της βασιλίσσης Όλγας.
Τον Ροΐδη και τον Λασκαράτο τους αφόρισε η εκκλησία.
Στα χρόνια του Καρυωτάκη δεν έγινε το ίδιο –

είτε γιατί τα δικαιώματα της τέχνης έχουν
ασυζήτητα περισσότερο από άλλοτε επιβληθεί, είτε γιατί η τέχνη
πολύ στενότερο μέρος παίζει στα τωρινά πράγματα
και σχεδόν αγνοείται.

Τέλλος Άγρας, 1935


ΝOBEL ΛΟΓΩ ΑΤΕΧΝΙΑΣ

Ποιήσεως Μούσης εραστής
αν είσαι, μην χαϊδεύεις – χτύπα!
Κι ας μην λογιέσαι ποιητής –
χωρίς φουλάρι, δίχως πίπα!

Η παρλα-πίπα το στομάχι
μου ανακατεύει του καθένα.
Και μια αγκύλωση στην ράχη
δεν μου επιτρέπει ούτε σ’ ένα

στίχο να έχω κάποια κλίση.
Έτσι εξηγείται, το λοιπόν,
που όρθιος μέσα στων σκυφτών
το πλήθος έχω ξεχωρίσει.

Γι’ αυτό και δεν θα υποκλιθώ
σε κριτικούς λογοτεχνίας,
μα ευθέως θ’ αυτοπροταθώ
για Nobel λόγω ατεχνίας.

Ξινή θα έχω υποδοχή
στους κύκλους και στα σωματεία:
με λεμονόκουπες βροχή
που είναι ό,τι πρέπει στην ναυτία.

Μα κι αν με «θάψουν» όλοι αυτοί
θ’ απουσιάσω απ’ την κηδεία,
παίρνοντας τίτλο ποιητή
ποιητική αδεία!



ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ


Δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.

Γ. Σεφέρης



Οι Μούσες καλογέρεψαν.
Κι η τέχνη μες στα βράχια
που ήταν κρουνός, που ήταν πηγή,
τώρα κατάντησε πληγή.
Στις στέρνες, που όλες στέρεψαν,
κοάζουνε βατράχια.

Νάτοι, στου δρόμου την στροφή
οι καλλιτέχνες οι κακόμοιροι –
γιατί είν’ στραβοί, γιατί είν’ κουφοί
θαρρούν πως είν’ Μπετόβεν κι Όμηροι.



ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ



Από το βράδυ ως που να φέξει
Διαβάζω διάβαζε και Λέξη.
Κι αν βρέξει, απ’ την Ομπρέλα κάτου
να μπεις του Μάκη Αποστολάτου.
Αν θες να στείλεις τα γραφτά σου
για δημοσίευση στοχάσου:
o δρόμος προς τον ποιητή
περνάει απ’ τον συνδρομητή.

Φωστήρας γίνε με Φωστιέρη,
τον Σκοτεινό Έρωτα που ξέρει.
Κι αθανασία πιες λιγάκι
απ’ το Νερό του Πρατικάκη.
Τον Βλαβιανό με παρρησία
κλέψε και πες: κρυπτομνησία!
Γίνε του Τίποτα Αθλητής
και ο Κοντός προπονητής.

Με τον φαλλό να βγάζει μάτι
Στύσεως Εγκώμιον του Γαλάτη
μελέτησε – κι ένα Βραβείο
πάρε κι εσύ απ’ το υπουργείο.
Κι ένας φαλλός αν δεν σου φτάνει
πιάσε και του Υφαντή του Γιάννη,
που «αιρετικός» έγινε – αλί –
λέγοντας τον φαλλό καυλί.

Μες στην Στοά του Αρσακείου
η μασονία του βιβλίου.
Μέγας ο κάθε κακομοίρης
που προλογίζει ο Κώστας Μύρης.
Εδώ ανατέλλουνε τόσα άστρα –
ποιήτρια και η κάθε γλάστρα.
Κι όπου η γλάστρα τελικώς
εκεί και ο Βασιλικός.

Σ’ αυτήν την Κόλαση του Δάντη
δόλιε ποιητή, πολιτικάντη,
γύρεψε μια έστω ρημαδο-
δάφνη – ό,τι πρέπει για στιφάδο –
και περιφέρσου άνω κάτω
στων σωματείων το αδελφάτο
κρατώντας μία συλλογή
στο χέρι σου γι’ ανταλλαγή.



ΑΠΟΜΥΘΟ – ΠΟΙΗΣΗ

Λάτρεις πιστοί της απιστίας,
δήθεν αμόλυντοι κι αθώοι
και συγγενείς εξ αγχιστείας
με το λοιπό ανθρωπολόι.

Τρώμε απ’ την πείνα που μας τρώει–
φταιν οι εποχές της ασιτίας
που σκεύη γίναμε αχρηστίας,
των ποιητών εμείς το σόι.

Τώρα ο Πήγασος μουλάρι.
Κι οι Μούσες κάνουνε σαφάρι
μέσα στην ζούγκλα του εαυτού μας.

Τώρα μια ποίηση για… γνώστες,
μέχρι που μόνοι αναγνώστες
θα ’μαστε εμείς κάθε γρα-φτού μας!



ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ – ΠΟΙΗΣΗ

Αφού για μένα μόνη αξία
είν’ η ομοιοκαταληξία,
δεν βρίσκω άλλη ικανοποίηση
απ’ το να γίνει ο κόσμος ποίηση.



ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΣΟΝΕΤΟ

Προτού η γάγγραινα να φτάσει
φτάσε ως τ
 άκρα οδοιπόρος,

αλλιώς θα σ’ ακρωτηριάσει
ο μολυσμένος μέσος όρος.



Το πνεύμα παραδώσανε τα χρόνια
και γίναν τα εφήμερα αιώνια.
Ιούς για τα computers σας εκτρέφω.

Στα γλέντια σπάω πιάτα δορυφόρων.
Το αίμα των πολέμων επιστρέφω
για πληρωμή στα χρέη νέων φόρων.

Στης μόδας την glamour ανοησία
τον τρύπιο μου χιτώνα αντιτάσσω.
Με χρήμα για προσάναμμα θα βράσω
τους Κροίσους, να ’χει ο πλούτος μια ουσία.

Στα super market νέκταρ κι αμβροσία,
μα εγώ πεζός στον Όλυμπο θα φτάσω.
Χελώνα μια Ferrari – ας γελάσω –
στην formula που τρέχει η φαντασία.



ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Δυο χούφτες ρύζι ανά τρεις στην Κίνα.
Οι μαύροι έχουν γίνει μυγοχάφτες.
Τις μέρες των λευκών για μαύρες κλαύτες.
Στο λέω, δεν θα πεθάνουν απ’ την πείνα

οι πόρνες μοναχά κι οι νεκροθάφτες.
Αν θες να την περνάς καλά και φίνα
ταχύρρυθμη εκπαίδευση ξεκίνα –
μαθήτευσε στων σάβανων τους ράφτες.

Παιδί μου, να ’σαι ξύπνιος και καπάτσος.
Κερδίζεις την ζωή, άμα περάσεις
σφαχτάρι την ψυχή σου από λεπίδα.

Κι εγώ ήθελα, μικρός, να γίνω μπάτσος
στο μάγουλο του κόσμου – μην γελάσεις! –
μ’ απ’ τα χαστούκια που έφαγα άστρα είδα!



ΘΕΣΕΙΣ

Μία ζωή γυρεύεις κάποια θέση.
Το βόλεμα έχεις πόθο και την ρέκλα.
Προσμένεις απ’ τα σύννεφα να πέσει
για να στρογγυλοκάτσεις μια καρέκλα.

Μια θέση στα ΕΛ.ΤΑ. της γειτονιάς σου
κι ο ωραίος μισθουλάκος όταν πίπτει
θα στέλνει συστημένα τα όνειρά σου,
την διάψευση που είχαν παραλήπτη.

Μια θέση των σχεδίων των μεγάλων
αντάξια – μια θεσούλα να κατέχεις
κι εσύ μες στην συνείδηση των άλλων.

Αφού άλλην υπόληψη δεν έχεις
πάρε δυο θέσεις: μία στο γραφείο
και μία στο  δ η μ ό σ ι ο  νεκροταφείο.



ΕΚΔΡΟΜΕΣ

Τις παιδικές τους εκδρομές
κάποιοι τις κάνανε μεγάλοι
κι είδαν σε σμίκρυνση στιγμές
που τις μεγέθυναν οι άλλοι.

Βλέπαν κορμούς που βιαστικά
έξω απ’ το τζάμι τους περνούσαν
και δεν ρωτήσαν, φυσικά,
γιατί τα δέντρα περπατούσαν.
Μόνο κορνάραν σπαστικά
και νευρικά οδηγούσαν.

Στις εξοχές ούτε κρυφτό
παίξανε ούτε καν ιδρώσαν.
Κονσέρβες είχαν φαγητό
και κάτω εφημερίδες στρώσαν –
τραπεζομάντιλο φριχτό
με νέα που παλιώσαν.

Μίλησαν για πολιτική
σε πηγαδάκια, δύο δύο,
κουβέντα συναδελφική
που γίνεται και στο γραφείο –
τα ίδια είπανε κι εκεί
τρόπον τινά οικείο.

Κουτσομπολέψαν κατιτίς.
Ψιλοφλερτάραν με το ζόρι
μια με γυαλάκια δεσποινίς
που έμεινε γεροντοκόρη
και η καρδιά της αδειανής
μέρας είχε love story!

* * *

Να φύγουν έφτασε η στιγμή.
Πω! πω! αργήσαμε, είπαν, ήδη!
Ωραία ήταν η εκδρομή!
συμφώνησαν εν κατακλείδι.
Τι χειραψίες! τι ασπασμοί!
λες κι έφευγαν ταξίδι!

Και τ’ αποφάγια αφήσαν μοι-
ραία επάνω στο γρασίδι.



«ΓΥΝΑΙΚΕΣ»

Γυναίκες με δολάρια στο βλέμμα.
Μαλλί μακρύ – κοντόμυαλες κι ωραίες.
Του Μάταιου ερωμένες πάντα νέες.
Μαμάδες στοργικές για κάθε ψέμα.

Γυναίκες που επίκεντρο και θέμα
αρέσκονται να είναι στις παρέες
της Miss Βλακείας κλέβοντας το στέμμα.
Μικρές γελοίες κι ώριμες μοιραίες.

Γυναίκες κενοτάφια, που γεμίζουν
κραυγάζοντας τον άδειο εντός τους χώρο
με Gucci οργασμούς και Fa Cad’oro.

Γυναίκες που την λέξη δεν αξίζουν
γυναίκα, ούτε να ’σαι μισογύνης.
Το σάλιο σου σεβάσου – μην τις φτύνεις!



ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ

DEMODE ΚΑΙ KITΣ

Κοιτώ τα ρούχα στην βιτρίνα,
προκλητικά ρούχα μοντέρνα.
Λέει ο καιρός στην μόδα: «Πέρνα
γρήγορα, φτιάχνω άλλα πιο φίνα.

Θα’ ρθει η εποχή η θεατρίνα,
μ’ ύφος blaze, γεμάτη φούρια,
για να ντυθεί με την καινούργια
μόδα, που θα ’ναι για ένα μήνα».

Και το φθαρμένο μου σακάκι
μια ιστορία αναθυμιέται
που ο παππούς του όταν παιδάκι

ήταν του έλεγε: «… που λέτε,
παλιά ο κόσμος το ίδιο ντύμα,
του γάμου, είχε και στο μνήμα».



ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ

Πάντοτε γύρευες σταυρούς –
εκεί που πας θα ’χει πολλούς!
Μόλις τελειώσει η ταφή
παίρνεις την έδρα παμψηφεί.

Στις τρεις θα γίνεις υπουργός
και στις εννιά πρωθυπουργός.
Πρόεδρος θα ’σαι, στις σαράντα,
δημοκρατίας – μια για πάντα!

Κι άκου τα νέα τα χαρμόσυνα:
όπως η θέση σου το αξίζει,
το πλήθος θα σε λιβανίζει –
όταν τελούνται τα μνημόσυνα!

Εδώ τελειώνει ο επικήδειος.
Μπαρούφες είπα για το θέμα.
Στα ψέματα ήσουν επιτήδειος –
να μην σου πω κι εγώ ένα ψέμα;

Και μιαν αλήθεια, κομματάρχη:
στον κόσμο επικρατεί τον κάτου
η μόνη δίκαιη που υπάρχει
δημοκρατία – του θανάτου!



ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ


Σε τάφο μεγαλομανούς


Πάντα παρίστανες τον καίσαρα
μ’ άκου κι εμένα τον πληβείο:
χωράει το 4x4
μέσα στο 1x2;


Σε τάφο νοσοκόμας που αυτοκτόνησε


Τα χάπια που έδινες συ τα ’πιες.
Κι η άλλη ζωή καρικατούρα
θα μοιάζει, αν βρεις να πλέουν πάπιες
μες σε μια λίμνη από ούρα!


Σε τάφο ευσεβούς επιχειρηματία


Τετάρτη και Παρασκευή
ποτέ δεν έτρωγες λαδάκι.
Συμπλήρωνες την διατροφή
ρουφώντας το αίμα του κοσμάκη!


Σε τάφο σουρεαλιστή


«Σκότους φαεινού παράφραση
στου επίνειου τα πηνία».

Σημαίνει σε μετάφραση:
η μνήμη σου αιωνία!



CHRISTMAS $
PIRIT

Eσύ με πόσα φωτάκια
θα στολίσεις την θλίψη σου φέτος;

(με σπρέι σε τοίχο)



Στου κρεοπώλη τις σακούλες
κηδεύονται οι γαλοπούλες.
Και τα σφαγμένα, αθώα, δεντράκια
νεκροστολίζουν με φωτάκια.
Φέτος οι κόκκινες οι μπάλες
είναι της μόδας – κι όχι άλλες!
Κι αίμα ζεστό στην Παλαιστίνη
ψάλλει το «επί γης ειρήνη».

Στα super market με κουπόνια
κερδίζεις δώρα – καλά ψώνια!
Στης Coca-Cola το κουτάκι
ο Άϊ Βασίλης αρκουδάκι.
Κι ο παλιός χρόνος ο παππούλης
με lifting δείχνει νεαρούλης.

Καιροί γεμάτοι αδειοσύνη.
Χρόνια πολλά, χριστιανοσύνη!



ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΩΝ

Όταν διαβεί το καρναβάλι
μια χάρη θα ’θελα και μόνο:
κανείς την μάσκα του μην βγάλει –
να την φοράει όλο τον χρόνο.

Και οι πολίτες κι οι αφεντάδες
του τόπου αυτού – μπα, σε καλό τους! –
λιγότερο είναι μασκαράδες
σαν κρύβουνε το πρόσωπό τους.



ΛΟΓΩ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ

Στον Γιάννη Κυριαζή


Λόγο απ’ την έδρα ο φιλόλογος διαβάζει.
Οι μαθητές δεν νοιάζονται όμως για Ιστορία
και η φωνή του σβήνει μες στην φασαρία...
«Παλαιών Πατρών» για ν’ ακουστεί βροντοφωνάζει
κι εκεί στην λέξη «Γερμανός» ανατριχιάζει:
«μπίιιπ!» κάνει ένα κινητό – άδεια μπαταρία!


Σφίγγει τα δόντια και πιο κάτω προχωράει.

Στάζει συγκίνηση η συνέχεια του λόγου.
Δίπλα η γυμνάστρια το στήθος άνευ λόγου
προτάσσει λίγο κι ο φιλόλογος κοιτάει,
μες στo βαθύ της ντεκολτέ η ματιά βουτάει –
σαν μια Σουλιώτισσα απ’ τον βράχο του Ζαλόγγου!

«Ζήτω το Έθνος!» λέει ο έρμος, μα ελπίδα
να τον προσέξουνε καμιά – ένας χασμουριέται!
Κάποιος χοντρός καθηγητής αναρωτιέται:
«Έθνος; Λες σήμερα να βγαίνει εφημερίδα;»
Κι ανατινάζεται, απ’ τη θέση του πετιέται –
σαν μια φλεγμένη απ’ τον Κανάρη ναυαρχίδα!

Κάπου εδώ τελειώνει ο λόγος του κυρίου
καθηγητή κι οι συναδέλφοι τον συγχαίρουν
χωρίς γιατί καλά καλά κι αυτοί να ξέρουν,
ενώ χυμάνε προς την πόρτα του σχολείου
με ουρλιαχτά οι μαθητές – να καταφέρουν
μια νέα Έξοδο σαν του Μεσολογγίου!


Λιβαδειά 25/3/2002



ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ

Χρόνια πολλά! (Πόσα κιλά
στις ζυγαριές αθροίσατε;)
Πώς τα περάσατε, καλά;
Σουβλίσατε; Σουβλίσατε;



Πέρασε το Πάσχα και οι χριστιανοί
γύρισαν με κέφι στις δουλειές τους.
Φάγαν του σκασμού, χωνέψανε τ’ αρνί
και τριπλασιάσαν τις διπλοκοιλιές τους.

Πέρασε το Πάσχα τόσο ειρηνικά,
μέσα σε φωνές κι αυγομαχίες…
Θύματα δυο τρεις απ’ τα βεγγαλικά
κι απ’ την μάσα κάτι οδοντοστοιχίες.

Πέρασε το Πάσχα και με τον Χριστό
νεκραναστηθήκαν κι οι εμπόροι,
που το θρήσκο πλήθος έτρεξε πιστό
στους ναούς του Shopping, φέτος με το ζόρι.

Πέρασε το Πάσχα κι εν τω μεταξύ
έφτασε του Μάιου η χάρη.
Πιάνουν το μαγιόξυλο με το δεξί
τώρα ή ζευγαρώνουν όπως οι γαϊδάροι.

Αχ, τι κόσμος Θεέ μου, σε χαρές φτωχός –
πλούσιος σε φόβο και σε πάθος.
Τόσο που έχει γίνει αβάσταχτα ρηχός,
μια φτυσιά τού πρέπει – ν’ αποχτήσει βάθος!



Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

Πατάς ένα κουμπί και ταξιδεύεις
χωρίς να περπατάς ούτ’ ένα μέτρο
από τον καναπέ που χουζουρεύεις
ακίνητος σαν κούτσουρο, σαν δέντρο.

Πατάς ένα κουμπί και κοροϊδεύεις
εκείνους σαν αυτούς που θες να γίνεις.
Κι απ’ όσους στην ζωή φάπες μαζεύεις
ανέτως στο γυαλί μπροστά τούς φτύνεις.

Πατάς ένα κουμπί, ένα κουμπάκι
κι ο κόσμος συρρικνώνεται μες σ' ένα
που βλέπει όλη την Γη παραθυράκι,
χωρίς όμως κανείς να βλέπει εσένα.

Πατάς ένα κουμπί – τι απλό που είναι! –
και σκάνε οβίδες μέσα στο σαλόνι.
Ατρόμητος στον πόλεμο εσύ μείνε
τους φόβους σου κανένας δεν σκοτώνει.

Κουμπί κουμπί τα πάντα έχεις γδύσει.
Σ’ αφήνω σε γυμνές τηλεθεάσεις
παρέα με την βία και την στύση
το σπέρμα και το αίμα να χορτάσεις.



ΑΠΟ – ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά, ελευθερία!
Για του Σολωμού και μόνο το χατίρι
ανδρειωμένη σαν και πρώτα, σαν κυρία –
στρέψ’ το ξίφος σου και κάνε χαρακίρι.

Δωδεκάλογος του γύφτου η Ιστορία,
Παλαμά. Κόμπρα πατρίδα, ποιου φακίρη
υπακούεις την φλογέρα; Άει, σιχτίρι!
Χαίρε, ω χαίρε, αισχύνη! Χαίρε, αδιαφορία!

Ρίτσο, αλίμονο, ετούτη η ρωμιοσύνη

ένα ευρώ πουλάει το χώμα του Δροσίνη.
Η ζωή εν τάφω μπήκε, Μυριβήλη,

σκεπασμένη απ’ την λήθη του Μαβίλη.
Ψάπφα, όλα τώρα πια καθεύδουν μόνα.
Χαίρε, ω χαίρε, ηλιθιότης του αιώνα!



ΔΕΝ ΕΧΩ ΣΤΙΛ

(stilus, λατινικά)

Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι κούκλες και οι κούκλοι
Στις βιτρίνες των καταστημάτων
Εγώ έσπασα την βιτρίνα – πού να μπω;
Εξάλλου δεν είμαι και κούκλος
Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι ναύτες κι οι οικοδόμοι
Εγώ την θάλασσα την έκανα μελάνι
Κι η δόμηση στίχων δεν θεωρείται δουλειά
Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι Αθηναίοι κι οι επαρχιώτες πολιτικοί
Εγώ πρωτεύουσα θεωρώ την γλώσσα
Που δεν έχει περιφέρεια
Κι έναν σταυρό που δικαιούμαι
Λέω να τον κρατήσω για τον τάφο μου

Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι παρουσιαστές της τηλεόρασης
Οι εκφωνητές του ραδιοφώνου κι οι δημοσιογράφοι
Εγώ δεν έχω τι να παρουσιάσω
Κι είμαι οσιογράφος του αδειοφώνου
Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι σταρ του κινηματογράφου
Κι οι ποδοσφαιριστές
Εγώ ένας διάττοντας αστέρας ήμουν δεν ήμουν
Που τον έπαιξαν κλοτσοσκούφι
Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν εκείνοι που πιστεύουν σε κάτι
Ή σε τίποτα
Εγώ, ήμουν το κάτι και μετέπειτα το τίποτα
Που κάποτε ονειρεύτηκε τα πάντα

Δεν έχω στιλ
Στιλ έχουν οι πολλοί κι όχι ό,τι λήγει
Στιλ έχουν οι πωλητές των ιδεών
Και οι ανίδεοι πολίτες
Στιλ έχουν τα χρόνια που πηδάνε απ’ το μπαλκόνι
Για να μην τα ζήσω
Στιλ έχουν οι επέτειοι των εθνικών εορτών
Κι οι αναίτιοι θάνατοι των ηρώων
Στιλ έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες
Όταν διηγούνται τα παραμύθια
Και τα εγγονάκια τους όταν τα χάφτουν
Στιλ έχουν οι μηχανές που αλέθουν
Τον καφέ και τον κιμά και πότε πότε
Εκείνες που αλέθουν τους ανθρώπους –
Ποτέ όμως αυτούς που τις έφτιαξαν

Εγώ δεν έχω στιλ
Μόνο ένα στιλ-έτο στην πλάτη
Κι ένα στιλ-ό για να βγάζω τα μάτια μου



ΕΚΛΕΙΨΗ ΥΦΗΛΙΟΥ

Κάποτε θ’ αναβλέψουν κι οι τυφλοί
λόγω ανεπάρκειας σκότους



Δυσδιάκριτες οι εποχές
Όπως οι μνήμες που ξεθώριασαν
Και μπερδεύουνε τα πρόσωπα
Όπως τα πρόσωπα
Που αλλάζουν με τέτοια συχνότητα τις εκφράσεις τους
Ώστε συχνά μπερδεύουν τους κατόχους τους
Έτσι όπως αλλάζουν όλα μαζί
Φαίνεται σαν να μην άλλαξε τίποτα
Κι εσύ σ’ έναν πλανήτη που γυρίζει
Γυρεύεις κάτι σταθερό

Φαντασιώνεσαι το τέλειο
Φλερτάρεις με το ατελές
Και τα φτιάχνεις με το ευτελές
Όσες νέες ματιές κι αν ρίχνεις
Κάθε που σταυρώνει τις γάμπες της η ματαιότητα

Εκπτώσεις δεν αξιώθηκες
Πέραν της τιμής των ανθρώπων
Και κολλάς ένσημα στις ανασφάλειές σου
Για να σου κρατούν από την ζωή απόσταση ασφαλείας
Σπας επιταγές, όχι όμως του καιρού σου
Λες τόσο επί τόσο, αντί ή ταν ή επί τας
Πέφτεις για ύπνο κι αγωνιάς αν θα σηκωθεί
Ο δείκτης του κριμα-τιστηρίου
Λες και πρόκειται να δείξει τον φταίχτη

Ξυπνάς κάθε πρωί
Και νομίζεις πως εξακολουθείς ν’ αγαπάς
Ή να μισείς τα ίδια πράγματα
Λες και τα πράγματα μένουν ίδια
Ξυπνάς κάθε πρωί και κοιμάσαι ακόμα
Κοιμισμένος πας στην δουλειά
Κοιμισμένος γυρίζεις
Και γι’ αυτό νομίζεις πως ονειρεύεσαι;

Αργούν να περάσουν οι αργίες
Κι είσαι άνεργος των διασκεδάσεων
Τα ρούχα σου σιδερωμένα από καθημερινότητες
Ασφυκτιούνε στις γιορτές όπως ο σκόρος στην ναφθαλίνη
Ηχούν οι καμπάνες της Κυριακής
Σαν τις σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας
Κι εσύ φοβάσαι να εγκαταλείψεις το κρεβάτι σου
Λες και πρόκειται να σηκωθείς απ’ το μνήμα
Για να κριθείς για τ’ ανομήματα που δεν έπραξες

Πίνεις το κρασί και δεν μεθάς
Λες κι είναι νερωμένο
Τρως το ψωμί και δεν χορταίνεις
Λες κι είναι πλαστικό
Ανασαίνεις
Και γεμίζουν τα πνευμόνια σου άγχος
Χτυπά η καρδιά σου και φοβάσαι να της ανοίξεις
Λες κι είσαι μέσα
Ανοίγει ο τάφος σου και θέλεις να τον κλείσεις
Λες κι είσαι απ’ έξω

Κοιτάζει η μοναξιά το πρόσωπό της στον καθρέφτη
Και βλέπει την θλίψη να της χαμογελάει
Με μια σειρά σπασμένα σήμερα
Απ’ την γροθιά του αύριο

Τι κι αν αλλάζει η Γη πλευρό
Δεν υπάρχει ούτε μια πανσέληνος για τις αϋπνίες της
Μόνο ανθρώποι σ’ έκλειψη



ΜΝΗΜΗΣ ΛΗΘΟΣΤΡΩΤΟ

Όλα ξεχνιούνται – κι αυτό να το θυμάσαι
Ξεθωριάζουν σαν έγχρωμη φωτογραφία
Με ασπρόμαυρους ανθρώπους
Σιγά σιγά το κίτρινο υποχωρεί
Παραχωρεί την θέση του στο λευκό
Που προσποιείται αθωότητα
Για την εγκληματική του απάθεια
Πότε του ύψους
Πότε του βάθους η ζωή
Και ποτέ ο έρωτας ενδιάμεσα
Ενδιάμεσα μόνο το κενό
Το κενό αέρος που εισέπνευσα
Όταν ξεμάκρυνε η ανάσα σου

Ίσκιοι ακαθόριστα γνωστοί
Σαν μάτια που πρωταντικρίσαμε
Λες και τα ξέραμε καλά απ’ την ζωή την άλλη
Τα βράδια μου μιλούν μ’ έναν γλυκό κελαηδισμό
Πουλιών σε βαλσαμωμένα δέντρα

Όσο καιρός ακόμα
Ανακαλώ τις φρικιάσεις απ’ το δέρμα το απαλό
Όταν μια υποψία αγγίγματος μπορούσε
Να θαμπώσει κάθε βεβαιότητας το «δεν διαρκεί»
Άπειρες φορές μες στο λιβάδι του αδηφάγου πρόσκαιρου
Με τις υπεραιμικές παπαρούνες
Και τις αναιμικές ανεμώνες
Βόσκησε το παντοτινό
Άπειρος το αφαίμαξα κι εγώ
Σε κάθε μετάγγιση ψέματος

Ό,τι ξεψύχησε έτσι απλά
Θυμίζει αντίο δύο χεριών
Που γλίστρησαν σαν χέλια ηλεκτροφόρα
Ερωτευμένα με την λάσπη

Ύλη βυθού
«Ηλί, Ηλί»
Κρανίου Τόπος όπου δεν είσαι εσύ
Κι ένα «λαμά σαβαχθανί»
Απ’ την Μεγάλη Πέμπτη σταυρωμένο
Με πιτσιλίζει αίματα
Γιατί μ’ εγκατ-έλειψες (απ’ τα έγκατά μου έλειψες)
Με δίχως λόγο;
Λες και υπάρχει πάντα κάποιος λόγος για μια ματαίωση –
Εδώ ζούμε το μάταιο με δίχως λόγο

Μάτια μου
Ο κόσμος όλος δύναται μες σ’ ένα δάκρυ να πνιγεί
Κι από ένα δάκρυ να επιπλεύσει
Όταν το αδύνατον συγκατανεύσει

Όμως σαν καθετί πρωτόπλαστο έχει κι ο έρωτας
Την πτώση του
Φύλλο συκής δεν έχει
Μόνο του Ιούδα το σχοινί
Σε γυμνά κλώνια κρεμασμένο
Ο Ιούδας λείπει
Αφού Ιούδας μπορεί να γίνει ο καθένας μας

Τώρα, επίτρεψέ μου να νίψω τας χείρας μου
Μέσα στην λήθη των καιρών
Για ν’ αθωωθείς για όλα τα εγκλήματα που έχω κάνει
Όπως για παράδειγμα που σ’ αγαπώ



ΑΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Φτάνεις σε μια ηλικία
Που νομίζεις πως έχεις κατασταλάξει –
Την πιο επικίνδυνη
Στην ηλικία της βεβαιότητας –
Την πιο αβέβαιη
Στην ηλικία των ανυπολόγιστων υπολογισμών –
Την πιο αλόγιστη
Αίφνης αγαπάς τα μαθηματικά και μισείς την φιλολογία
Περνάς στην τάξη με τον μέσο όρο
Κι αγνοείς ότι γνωρίζεις μέσες άκρες
Διαβάζεις σε πηχυαίους τίτλους το εφήμερο
Και στα ψιλά τα υψηλά
Καθηλωμένος στην πολυθρόνα με τις πιτζάμες
Ενήμερος ύπνου αιώνιου
Ωρίμασες λες
Δηλαδή βρίσκεσαι ένα στάδιο πριν την σήψη
Φτάνεις σε μια ηλικία
Που νομίζεις πως έχεις κατασταλάξει
Στις ιδέες στα θέλω και στα πιστεύω σου

Δεν έχω ιδέα τι θέλω και τι πιστεύω
Αν είχα
Θα ήμουν σε μια ηλικία
Που θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω



ΘΕΛΩ Ν’ ΑΛΛΑΞΩ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ

Θέλω ν’ αλλάξω την ζωή μου
Σημαίνει πως η ζωή που ζω πια δεν μου κάνει

Αλλά πιο εύκολα αλλάζεις νούμερο
Αν τα παπούτσια σε στενεύουν
Παρά την ζωή σου ακόμα κι όταν έχει γίνει νούμερο
Μάλλον την εκτιμάς λιγότερο απ’ τα πόδια σου
Τα πόδια τα χρειάζεσαι για να τρέχεις
Όταν κυνηγάς τον επιούσιο
Για να φας ή για να μην σε φάνε
Όταν τρέχεις τρέχεις τρέχεις
Σαν σε προδώσουν ή για να προδώσεις
Όταν τρέχεις τρέχεις τρέχεις
Για να σκοπεύσεις εν κινήσει το άσκοπο
Τα πόδια τα χρειάζεσαι για να τ’ ανοίγεις
Και για να τα σηκώσεις ψηλά
Κάθε που ξεπέφτεις
Και τα χέρια για να μουντζώνεις τον καθρέφτη
Όταν προβάρεις ένα χαμόγελο σαν βγαίνεις έξω
Σαν βγαίνεις έξω απ’ το πρόσωπό σου
Για ν’ αρέσεις σε όσους δεν σου αρέσουν
Παρά μονάχα για να τους φυτέψεις μια σφαίρα στο κρανίο
Κι επειδή δεν μπορείς, τους εκδικείσαι
Αγαπώντας τους όπως τον εαυτό σου

Θέλω ν’ αλλάξω την ζωή μου
Σημαίνει πως οι πράξεις έχουν ακόμα αντίκρισμα σε λέξεις
Αν δεν έχουν
Θέλω ν’ αλλάξω την ζωή μου δεν σημαίνει τίποτα



ΧΟΡΗΓΙΕΣ

Στις φλέβες της αληθινής τέχνης κυλάει μη-δέν αρνητικό:
δίνει αίμα σε όλους και παίρνει μόνο απ’ τον εαυτό της



Είδα πολλούς να σέρνουν την κατάντια τους
Από γραφείο σε γραφείο σ’ έναν δημόσιο οργανισμό
Έτοιμο ν’ αποσυντεθεί
Ή σε κάποιου ιδιώτη τα εκτυφλωτικά μάρμαρα
Και τα γυαλιστερά πλακάκια
Για μια κάποια χορηγία
Μια χορηγία για την τέχνη τους
Την αντικαθεστωτική ας πούμε

Κι ας πούμε πως την παίρνουν τελικά την χορηγία
Κι ανεβάζουν μια παράσταση
Ή κάνουν μια έκθεση ζωγραφικής
Εικαστική ή κάτι τέτοιο –
Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο
Κι έρχεται ο εκπρόσωπος του οργανισμού
Να προλογίσει την παράσταση
Ή καταφθάνει ο επιχειρηματίας
Για να κόψει την κορδέλα
Κι ο καλλιτέχνης ντυμένος στα μαύρα
Όπως αρμόζει στην περίπτωση
Δουλικά τους ευχαριστεί
Που τίμησαν με την παρουσία τους
Την τέχνη του την ταπεινή
Και την άλλη μέρα διαβάζει τις κριτικές
Στα ψιλά των εφημερίδων
Κάτω απ’ τις πηχυαίες διαφημίσεις των χορηγών
Και σχεδιάζει πού θα σύρει τα επόμενα βήματά του
Σε ποιο γραφείο δημόσιου οργανισμού
Έτοιμου ν’ αποσυντεθεί
Σε ποιου φιλότεχνου επιχειρηματία
Τα εκτυφλωτικά μάρμαρα και τα γυαλιστερά πλακάκια

Και δεν πειράζει που ο καλλιτέχνης θα φάει
Και σήμερα ένα πιάτο φαΐ
Μόνο εκείνον τον προσδιορισμό για την τέχνη του
Εκείνη την λέξη «αντικαθεστωτική» να είχα παραλείψει
Κι εκείνο το «ας πούμε» να μην έλεγα



ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Πριν λίγο καιρό ένας τηλεθεατής
Πνίγηκε σε μια θάλασσα διαφημίσεις
Στην κηδεία του τον συνόδευσε
Ο σκεβρωμένος απ’ την πείνα
Σκύλος του ο Μπλακ
Και η απουσία του έγινε αισθητή
Από ένα τασάκι αποτσίγαρα
Κι έναν φραπέ μισοπιωμένο

Κάποιοι είπαν πως δεν έφταιγαν οι διαφημίσεις
Αλλά η τηλεόραση που ήταν ανοιγμένη
Η τηλεόραση βέβαια
Ούτε που πήρε είδηση τον θάνατό του
Κάποιοι άλλοι μίλησαν για έγκλημα
Οι Αρχές πάντως
Έκριναν την υπόθεση για τ’ αρχεία τους
Και δεν εξέτασαν αυτό το ενδεχόμενο
Εξάλλου τα αποτσίγαρα αν και καμένα από χέρι
Θα είχαν ως άλλοθι τα 0,3 mg νικοτίνης
Και θ’ απενοχοποιούνταν
Κι ο φραπέ – ηλίου φαεινότερο –
Θα ισχυριζόταν πως ήταν décaféiné


Τελικά μάλλον πρόκειται για αυτοκτονία
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές
Ο συγκεκριμένος τηλεθεατής
Προέβη στην αποτρόπαια αυτή πράξη
Λόγω που δεν άντεξε να περιμένει
Έως την έναρξη των νέων σίριαλ του χειμώνα

Χθες σκανδαλοθηρική εφημερίδα ανέφερε
Πως η εν διαστάσει σύζυγος του αυτόχειρα
Εθεάθη κεφάτη ύστερα απ’ το τραγικό συμβάν
Γιατί άραγε;

Εμείς σήμερα πρώτοι και αποκλειστικά
Σας αποκαλύπτουμε ότι ήταν κεφάτη
Γιατί… γύριζε απ’ του Βερόπουλου!



ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Στην Ωραία Κοιμωμένη
που αν με ονειρευόταν
δεν θα την ξύπναγα ποτέ



Τι περιμένεις να διαβάσεις σ’ ένα ποίημα;
Πες μου κι εγώ θα το γράψω
Μαγειρεύω καλά τις λέξεις όταν πεινάνε οι πράξεις
Δοκίμασε και θα δεις πόσο τυφλή είσαι στις γεύσεις
Η λέξη ΘΑΛΑΣΣΑ παραδείγματος χάριν
Κοίτα πόσο αλάτι κουβαλάει μέσα της
Για να μην σαπίζει το γαλάζιο
Και να νοστιμίζουν τα ναυάγια
Η λέξη ΕΡΩΤΑΣ εμπεριέχει πάντοτε μιαν απορία
Την προτιμώ απ’ την βεβαιότητα πως δεν μ’ αγαπάς
Απορία όμως σημαίνει και φτώχεια
Ποτέ δεν την εμπλούτισα που σ’ αγαπώ
Είδες πόσα παιχνίδια μπορεί να παίξει η γλώσσα;

Θέλεις να παίξουμε;
Θέλεις να κάνω εγώ το ρήμα
Κι εσύ να με κλείνεις μέσα στην αγκαλιά σου;
Δεν πειράζει που το «κλίνεις» γράφεται αλλιώς
Έτσι κι αλλιώς αν θέλουμε ν’ αγκαλιαστούμε
Πρέπει να υποπέσουμε σε λάθη
Έλα άνοιξε τα χέρια σου (σαν παρένθεση)
Κι εγώ θα κάνω σύμπτυξη στην λογική μου για να χωρέσω
«Για να χωρέσω»
Σαν να λέμε «για να ’χω» μια θέση «έσω»
Δηλαδή μέσα σου
Κι εκείνο το «ρ» που παρεμβάλλεται
Ανάμεσα στο «για να ’χω» και στο «έσω» τι θα το κάνουμε;
Αχ! Είδες;
Πάντα κάτι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε σένα και σε μένα
Και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε

Γι’ αυτό σου λέω
Άσε μ’ ανάμεσα στην ποίηση και στην ζωή
«Άσε μ’ ανάμεσα»
Για κοίτα!
Αυτή η φράση διαβάζεται κι ανάποδα
Σαν να υπονοεί πως καμιά φορά δεν ξέρουμε
Ποια είν’ η αρχή και ποιο το τέλος
Ούτε πού τελειώνει η ποίηση
Και πού αρχινά η ζωή

Ποίηση
Ζωή
Για δες!
Μόνο ένα γράμμα έχουνε κοινό
Αν το βρεις
Ίσως να καταλάβεις γιατί και στα δύο γνώρισα την ήττα

Για κοίτα πόσο άδειες είναι οι λέξεις όταν γεμίζουν από έρωτα!



ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΠΟΙΗΤΗ

Ένα μνημείο σαν του Άγνωστου Στρατιώτη
Πρέπει να φτιάξουν και στον Άγνωστο Ποιητή

Στα πεδία των χαρτιών ηρωικώς πολέμησε.
Με πεζοπόρα τάγματα λέξεων
Υπερηχητικά «έπεα πτερόεντα» αναχαίτισε
Κι αιμόφυρτος σύρθηκε στίχο στίχο
Εν μέσω εχθρικών γραμμών
Κωδικοποιημένα μηνύματα
Απ’ το άφραστο μεταφέροντας

Άλλους τίτλους
Απ’ των ποιημάτων του δεν αξιώθηκε
Άλλες τιμές απ’ τις τσουχτερές της εκτύπωσης
Δεν του απονεμήθηκαν
Πέθανε πάμφτωχος από αναγνωρίσεις
Και θάφτηκε πλουσιοπάροχα από τις κριτικές

Ένα μνημείο σαν του Άγνωστου Στρατιώτη
Πρέπει να φτιάξουν και στον Άγνωστο Ποιητή
Κι αντί τσολιάδες δίπλα του ν’ ακινητούν
Και κάποτε να βηματίζουν πέρα δώθε,
Τ’ ακύμαντα νερά της λήθης
Που όταν τον θυμόμαστε θ’ αλλάζουν βάρδια



ΤΑΞΙΔΙΑ

Σε κάθε ταξίδι μου υπήρχε ένα λάθος:
Το εισιτήριο της επιστροφής
Λες κι έτρεμα μην με χάσουν οι απώλειες

Πάντα πρώτη θέση
Ταξίδευε μαζί μου κι η ελπίδα
Αυτή χωρίς επιστροφή
Χαμένη από καταβολής πραγματοποιήσεων
Και σε ξενοδοχεία κοιμήθηκα
Πολλών αστέρων μοναξιάς
Και μαξιλάρια έσφιξα στο στήθος μου
Φιλώντας τα τόσο βαθιά σαν στόματα
Που η άβυσσος το χείλος της
Έσμιξε να διαβούνε
Όλα τα χάσματα της αγάπης
Που οι χωρισμοί γεφύρωσαν
Όπως πήγα, έτσι και γύρισα:
Ίδιος κι απαράλλαχτος
Με τον εαυτό μου που φοβόμουν

Φεύγω προς το παρόν
Μιας και δεν μπορώ να φύγω προς το μέλλον