«Κοίταξε μην την πάθεις
σαν τον Σπύρο τον Γαλάνη!»
–Άντε, καλά Χριστούγεννα, μπαρμπα-Χρήστο και χρόνια πολλά!
–Να ‘σαι καλά! Στ’ς χαρές σου!
–Μπα, αν περιμένουμε το γάμο μάλλον θ’ αργήσουμε να χαρούμε.
–Α, να μην το λες αυτό. Η οικογένεια είναι ο προορισμός του ανθρώπου.
–Μωρέ το ξέρω, αλλά… έλα που δεν με παίρνει καμία!
–Έλα, τώρα, π’ δεν σε παίρν’ καμία… Αν είχα τ’ν ηλικία σου…
–Αλλάξανε τα πράγματα, μπαρμπα-Χρήστο! O άντρας σήμερα πρέπει να ‘χει… προίκα!
–Αυτά π’ ξέρ’ς να τ’ αφήκεις. Αποφάσισέ το εσύ και θα βρεθεί κι η κατάλληλη, πού θα πάει!
–Αυτό μου το ‘πες και πέρσι τα Χριστούγεννα, όμως…
–Θα ‘ρτει η ώρα, θα ‘ρτει! Μόνο να κοιτάξεις να ‘ναι καλός άνθρωπος. Γιατί εσείς οι νέοι πιάνεστε απ’ το μάτι, με το π’ θα ιδείτε μία! Καλές είν’ οι ομορφιές, δε λέω…Αλλά, άμα δεν είναι ν’κοκυρά και καλόψ’χη δε φκιάνεται σπίτι. Τη γ’ναίκα σ’ να τ’νε διαλέξ’ς με το μυαλό, κι άσε στ’ν πάντα τ’ς έρωτες και τα κουραφέξαλα…
–Ωραία τα λες μπάρμπα! Άμα, όμως, δε λαλήσει κι η καρδιά…
–Αυτά π’ σ’ λέω ‘γώ ν’ ακούς! Κι άσ’ τ’ς καρδιές και τα λαλήματα, για να μην τ’νε πάθεις σαν το Σπύρο το Γαλάνη!
Νάτος, πάλι, ο Σπύρος ο Γαλάνης! Κάθε χρόνο η ίδια κουβέντα. Άλλο που δε θέλουν οι γερόντοι απ’ το να ρωτήσεις: «Ποιος ήταν αυτός;» και μετά θα σου πάρουνε τ’ αυτιά με τις ιστορίες τους!
Ο μπαρμπα-Χρήστος έσμιξε τα φρύδια του και με κοίταξε κατάματα σαν να στοιχημάτιζε με τον εαυτό του για το αν θα ρωτήσω. Έκανα μεγάλη προσπάθεια ν’ αντισταθώ. Μα, έξω η βροχή δυνάμωνε, το κρύο περόνιαζε… Κι η σόμπα, μέσα στο μικρό δωμάτιο, φλόγιζε τα ρούχα μου, θέρμαινε το κορμί μου, παρέλυε τις κλειδώσεις μου και πέρναγε τη ζεστή ανάσα της, που
μύριζε αγριλίδα και κυπαρισσόξυλο, ίσαμε το μελούδι…
Η περιέργεια επιστράτευσε όλα τα διαβολάκια της και τα ‘στειλε στ’ αυτιά μου!
«Ρώτα, ρώτα!» έλεγε το ένα.
«Άντε, μας έσκασες!» νευρίαζε το δεύτερο.
«Θ’ αντέξεις ως του χρόνου άμα δεν μάθεις;» φουρκιζότανε το τρίτο.
«Αποκλείεται!» απάνταγα εγώ. «Αν ρωτήσω θα μας βρούνε τα μεσάνυχτα! Κι έχω, διάολε, να πάω και σ’ άλλα σπίτια να πολυχρονίσω…»
Μα τώρα απ’ έξω το απαιτούσε και η βροχή που δυνάμωνε περισσότερο, χτυπώντας με τα νερένια δαχτυλάκια της το τζάμι για να την ακούσω…
«Ρώτα, ρώτα!» ούρλιαξε κι ο βοριάς, κλοτσώντας με μανία τα κεραμίδια…
Άνοιξα το στόμα, σίγουρος πως δεν θα ρωτήσω… Μα η γλώσσα, σαν γυναίκα που θέλει να γίνεται πάντα το δικό της, πρόδωσε την απόφασή μου και λιποτάκτησε!
«Και… ποιος ήταν αυτός ο… Σπύρος ο Γαλάνης;» ψέλλισα… νικημένος απ’ όλα τα στοιχειά που με πιλάτευαν.
Ο μπαρμπα-Χρήστος ο Μανής ανάσανε βαθιά, όπως ένας ψαράς που έριξε τ’ αγκίστρι του και τσίμπησε το ψάρι! Ύστερα, μισόκλεισε τα μάτια και ξεφυλλίζοντας το μνημονικό του, σαν
παλιό κιτρινισμένο βιβλίο, σταμάτησε στην σελίδα που αναζητούσε. Πάνω-πάνω, ένα όνομα
μισοσβησμένο άρχισε να ζωντανεύει, έτσι όπως ξεπλένεις την σκόνη σε κάποιον τάφο για να διαβάσεις τ’ όνομα ενός νεκρού λησμονημένου…
«Αυτήνη η ιστορία– άρχισε ο μπαρμπα-Χρήστος ο Μανής – συνέβ'κε το 1947-1948. Τότενες, επη'αίναμε πολλοί Λευκαδίτες στο Λουτράκι τ'ς Αιτωλοακαρνανίας και δ’λεύαμε στ’ς Στουπαίους, στ’ς Μαγκλαραίους και στ’ς Κουτρουμπαίους, απ’ το Μάη ως το Θερ’στή, στο σκάλο για τα καλαμπόκια και στο θέρο.
Εκεί πέρα τόνε βλέπαμ' αυτόνε, σε αθλία κατάστασ’, π’ γύρ’ζε μ’σοπάλαβος. Πότε τόνε βάνανε από κ’βέντα, πότε τ’ δίνανε κάνα κομάτ’ ψωμί, κι άμα τόνε χρειαζόντανε, τόνε παίρνανε κι έκανε διάφορες αγγαρείες….
Μια βολά που εκάτσαμε να φάμε, τ’ φωνάξαμε κι ήρτε πέρα κει κι έφα’ε. Κι όταν απόφα’ε είπε:
“Γε, παιδιά τυχερό, μωρέ! Έχω δυο μέρες να ιδώ ψωμί! Έχω δυο μέρες να ιδώ ψωμί! Τυχερό, μωρέ, τυχερό…» Ήταν αξιολύπητος δηλαδή. Ήταν εν τω μεταξύ κι εμφανίσ'μος άνθρωπος. Ήτανε λεβέντ'ς σ’ λέω! Καμιά 40αριά χρονώνε απάν’ κατ’, ψ'λός, με κρασάτα μαλλιά, αλλά βασανισμένος… μετά απ’ αυτά π’ τράβ’ξε…Δεν καταλαβαίνεις τώρα;
Η ιστορία τ’ Σπύρ’ Γαλάνη εσυζ’τιόντανε απ’ ολουνούς. (Πότε σοβαρά, πότε τόνε χλευάζανε,
και πότε τόνε ψ’χοπονιόντανε…) Κληρωτός τ’ν έπαθ’ αυτήν’ τη δ’λειά! Όταν επή’ε στρατιώτ'ς στ’ν Πρέβεζα, που ‘τανε η στρατολογία τα χρόνια εκειά… Εκεί πέρα, π’ λες, εγνώρσ’ε μια Εβραιοπούλα, ποιος ξέρ’ τι μάρκα να ‘τανε κι αυτήνη, και τ'ν ερωτεύτ’κε…
Αφού έμπλεξε με τον έρωτα ο Γαλάνης και μέθυσε απ’ τ’ν ομορφάδα τ’ς Εβραίας, ελέ'ανε πως του ‘πε: να π'λήσ’ τα χωράφια, να πάρ’νε τα λεφτά… ξέρω ‘γω μάιδε, πού να πάνε και πού να ζήσ’νε! Επή’ε στο χωριό ο Γαλάνης, επούλησε ό,τι παλιοχώραφα είχε, επούλησε και το σπίτ’, και… τα φά’ανε μαζί τα λεφτά, τ’ς τ’ ακούμπ’σ’ αυτηνής, δεν ξέρω! Η Εβραιοπούλα, πάντως, μετά εξαφανίστ’κε, και τ’ Γαλάνη τ’ σάλεψε το μυαλό! Από τότενες, εγύρ’ζε από δω κι από κει… Πότε στο Λουτράκι, πότε στ’ν Κατούνα, πότε στ’ν Πρέβεζα, και τόνε κάνανε γέλιο…
Όταν ερχόντανε καμιά φορά στα συγκαλά τ’, παρόλη τ’ χαμάρα που ‘χε, μας έλε’ε: “Α, μωρέ παιδιά! Το σπίτι… το σπίτι…νάθε μην πουλήσω… κι όλα τ’ άλλα… δε βαριέσαι… το σπίτι, μόνο,
νάθε μην πουλήσω!”.
Εκεί πέρα στο Λουτράκι, π’ λες, τόνε γνωρίσαμ’ εμείς κι εκεί πέρα τον αφήκαμε…
Τόνε ξανάειδα στ'ν Πρέβεζα, όταν είχα πάει τη γ’ναίκα μ’ στ’ν κλινική τ’ Βερυκοκάκη, για να γεννήσ’. Ή το 1968 π’ γεννέθ’κε η Μαρία θα ‘τανε ή το 1970 π’ γεννέθ’κε ο Γεράσ’μος.
Επή’αινα να πάω στ'ν κλινική, κι όπως βγήκα στ’ν παραλία βλέπω μια κονσολαρία, πέντε-έξι άτομα, π’ φέρναν’ ένανε, σ'νοδεία, με μια ψ’χαστήρα στ’ν πλάτη και τόνε χλευάζανε…
Κάνω έτσι, και τι να ιδώ, ήτανε ο… Σπύρος ο Γαλάνης! Έκαμα εκεί και τόνε χαιρέτησα, μα δεν με γνώρ’σε…Του ‘πα μετά για τότενες στο Λουτράκι και με θ’μήθ’κε. “Tι κάν’ς εδώ, μωρέ Σπύρο; του ‘πα. Έφυγες απ’ το Ξηρόμερο;” Και μου ‘πε: “Α, τ’ς απαράτ’σα, μωρέ τ’ς ρουφιάνους κι ήρτα δω πέρα σ’ ετουτνούς εδώ…”
Μετά οι κονσόλοι τόνε βάλανε μπροστά και χαθήκανε πέρα…»
O μπάρμπα-Χρήστος ο Μανής αναστέναξε βαθιά, κλείνοντας το παλιό κιτρινισμένο βιβλίο της μνήμης του. Στο εξώφυλλο άρχιζε να πέφτει σιγά σιγά το χιόνι της λησμονιάς, κρύβοντας ένα ένα τα γράμματα του τίτλου: «ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΕΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ».
Η ΕΡΕΥΝΑ
Είχα μισή ώρα που ταξίδευα με το αυτοκίνητο. Πέρασα την πλωτή γέφυρα της Λευκάδας και σκέφτηκα: «Πού να ‘ξεραν οι Κορίνθιοι τον 6ο αι. π.Χ., κι οι Άγγλοι τον 18ο αι. μ.Χ., όταν έσκαβαν τον ισθμό, ότι εμείς σήμερα θα γεφυρώναμε το… λάθος τους!»
Άφησα πίσω μου το κάστρο της Περατιάς (ή του Γρίβα ή Τεκέ), και για μια στιγμή σαν να μου φάνηκε πως είδα το κόκκινο μπαϊράκι του Αλή Πασά ν’ ανεμίζει στις επάλξεις! Τότε που το ‘χε για ορμητήριο αυτό το κτίσμα στην προσπάθειά του να καταλάβει τη Λευκάδα.
Πριν απ’ τον Άγιο Νικόλαο, εκεί, στην διώρυγα της Κλεοπάτρας, φαντάστηκα τα ιδρωμένα κορμιά των σκλάβων να γυαλίζουνε στον ήλιο. Ο ήχος του βούρδουλα μάτωσε τ’ αυτιά μου! Κατακόκκινες αυλακιές ξεσκίζανε τις πλάτες των δύστυχων εργατών κάθε που απ’ την κούραση ατονούσαν και καθυστερούσε η αποπεράτωση του έργου. Η βασίλισσα της Αιγύπτου βιαζότανε να σμίξει ο στόλος της με τα καράβια του γοητευτικού Ρωμαίου, που την περίμενε στο Άκτιο. Τώρα δα, άλειφαν οι σκλάβες με δαφνόλαδο τα μαλλιά της, που ήταν κατάμαυρα σαν του κοράκου, τρόχιζαν τα νύχια της, να γίνουν κοφτερά όπως της τίγρης, ράντιζαν μ’ ανθόνερο το στήθος της και μύρα πανάκριβα το κορμί της – και μοσκοβολούσε το κέδρινο δωμάτιο του αυτοκρατορικού πλοίου σαν κήπος ανθισμένος του παραδείσου, κι όλοι της Αιγύπτου οι θεοί δάγκωναν απ’ τη ζήλια τους τα χείλια.
Ο Αντώνιος, αντίπερα, ρούφαγε μες απ’ το χρυσοσκάλιστο ποτήρι του, ηδονικά, γλυκό κρασί της Καμπανίας και την περίμενε, μαζί να κατακτήσουν τον κόσμο….
Ήταν το 31 π.Χ. Ο Αντώνιος ηττήθηκε απ’ τον Οκτάβιο. Η Κλεοπάτρα, νομίζοντας πως σκοτώθηκε ή μη θέλοντας για εραστή της έναν ηττημένο, εγκατέλειψε το Άκτιο και γύρισε στην πατρίδα της. Ο Αντώνιος, πιστεύοντας πως η Κλεοπάτρα τον πρόδωσε, παράτησε τους συμπολεμιστές του στη μέση της ναυμαχίας κι έτρεξε ξωπίσω της. Αργότερα, αυτοκτόνησε στην Αίγυπτο με το σπαθί του, τρεις φορές προδότης εξαιτίας μιας γυναίκας. Μία που πρόδωσε τη Ρώμη, δεύτερη που πρόδωσε τους συμπολεμιστές του, και την τρίτη που πρόδωσε τη ζωή, αφαιρώντας την με το ίδιο του το χέρι. Η Κλεοπάτρα, για να μην πέσει στα χέρια του Οκτάβιου, έβαλε μια κόμπρα να την δαγκώσει και πέθανε. Έτσι ο έρωτας αυτός πέρασε στον θρύλο…
Σήμερα, μια πινακίδα κι ένα αυλάκι γεμάτο πράσινα βρομόνερα και κουνούπια μου θύμισαν αυτήν την παλιά ιστορία, καθώς αναζητούσα τα ξεχασμένα ίχνη του Σπύρου του Γαλάνη πηγαίνοντας προς το άγνωστο, ενώ στις «αποσκευές μου» δεν είχα τίποτ’ άλλο για βοήθεια από ένα όνομα…
Μπροστά μου ο Άγιος Νικόλαος. Ένα μικρό παραδοσιακό καφενείο, σαν ζωγραφιά του Θεόφιλου, δεξιά του έρημου δρόμου. Δυο γέροντες που πίναν τον καφέ τους, κι ο ήλιος που ράντιζε με φως την κληματαριά. Ύστερα, τ’ ατέλειωτα καπνοχώραφα, η μυρωδιά του χόρτου και της κοπριάς, και πριν τη Βόνιτσα, η λίμνη του «Κομήτη». Μάλλον, κάποιο ουράνιο σώμα πέφτοντας εδώ, σε πολύ μακρινούς καιρούς, θα σχημάτισε τη βαθούλωμα αυτό που αργότερα γέμισε νερά κι έγινε λίμνη.
Λένε πως σε κάποιο σημείο είν’ άπατα. Και πως κάποτε ρίξαν’ οργιές κι οργιές σχοινί κι άκρη δεν βρήκανε! Λένε πολλά οι παλιοί… Κι αναρωτήθηκα μήπως κι ο Σπύρος ο Γαλάνης δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Μήπως έψαχνα να βρω τον θησαυρό που κρύβεται στην άκρη του ουράνιου τόξου. Που δεν κρύβεται, μα έτσι λένε…
Πέρασα τη Βόνιτσα και κατευθύνθηκα προς το Λουτράκι. Κανείς δεν ήξερε τίποτα εκεί για τον Σπύρο τον Γαλάνη. Οι γυναίκες παρατούσαν τις δουλειές του σπιτιού και βγαίνανε στην αυλόπορτα ν’ ακούσουν τι ρώταγα τους άντρες τους. Τα παιδάκια σταματούσαν λίγο το παιχνίδι τους κι ακουρμαίνονταν. Οι περαστικοί κοντοστέκονταν. Μετά, οι γυναίκες ξαναμπαίνανε στην κουζίνα, οι άντρες ανέβαιναν στα τρακτέρ κινώντας για τα χωράφια, τα παιδιά ξανάρχιζαν το παιχνίδι, οι περαστικοί συνέχιζαν τον δρόμο τους, κι εγώ τον δικό μου…
Όσο προχωρούσα προς το βάθος της Ακαρνανίας το τοπίο αγρίευε. Τα δέντρα λιγόστευαν, τα βουνά πλήθαιναν, ο χρόνος χάνονταν…
Ένα κοπάδι πρόβατα μου έφραξε το δρόμο. Ο τσοπάνης με τα κατακόκκινα μάγουλα και την γκλίτσα στον ώμο ήταν, λες, ξεσηκωμένος από λαϊκή ζωγραφιά των παλιών αναγνωστικών του δημοτικού! Σαν «ο γεροβοσκός» στο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
–Ε, πατριώτη! Καλημέρα! Του είπα.
–Καλώς τονε τον λεβέντη! Μου απάντησε.
–Είναι πολύ μακριά η Κατούνα ακόμα;
–Γλέπεις εκείνο το καμπαναριό π’ φαίνεται πίσ’ απ’ το β’νό; Εδεκεί είναι!
Απογοήτευση και στην Κατούνα!
«Δεν έχει Γαλάνηδες εδώ!» μου ‘πανε στα καφενεία οι γερόντοι.
«Οι Γαλανέοι ήτανε απ’ το Πέρσοβο!».
Στο δρόμο χάθηκα! Καμία πινακίδα δεν έγραφε «Πέρσοβο».
Σταμάτησα έναν αγρότη που περνούσε με το τρακτέρ και τον ρώτησα. Έτσι, έμαθα
πως το Πέρσοβο σήμερα λέγεται «Κομπωτή». Και συνέχισα…
Μια ανηφόρα, όπως ανέβαινα, ήταν η Κομπωτή με αριστερά και δεξιά του δρόμου σπίτια.
Ποιον να ρωτήσεις; Ψυχολαλιά δεν υπήρχε!
Έφτασα στην άκρη του χωριού κι άρχισα να ξαναγυρίζω πίσω, όταν είδα έναν γέρο που
άκουγε κλαρίνα στην αυλή του.
Του ‘πα για τον Γαλάνη…Τίποτα!
Του ‘πα για την Εβραία… Τίποτα!
Του ‘πα πως ήταν θεοπάλαβος ο άνθρωπος που ψάχνω… κι έφεξαν τα μάτια του!
«Α, για τον Πίπη τον Γαλάνη λες; Ούουου! Πού τόνε θυμήθηκες αυτόνε;
Η μάνα του ήτανε Κοκωτσέλαινα. Η Βασίλω η Κοκωτσέλου…
Τον πατέρα του τόνε λέγανε Γιώργο, νομίζω - πήγε σώγαμπρος στο Μοναστηράκι.
Απ’ το Πέρσοβο ήτανε… Καμιά ώρα από δω. Μα δεν υπάρχει τίποτα τώρα απ’ το χωριό.
Το κάψανε οι Γερμανοί στην κατοχή. Μονάχα δυο εκκλησούλες μείνανε… Ο Άγιος Ηλίας
κι η Αγία Παρασκευή… Ο Πίπης ερχόντανε στο χωριό καμιά φορά…. αξούριστος, ακούρευτος, γεμάτος ψείρες. Ήτανε παλαβός! Φόραγε περασμένα σε μια πετονιά τα δόντια που του πέφτανε, για βραχιόλι! Έπαιρνε πέτρες και κοιτώντας κατά τον ουρανό έλεγε: “ Ε, ρε και βαρέσω καμιά καρακάξα!”.
Δεν υπάρχουν πια Γαλάνηδες στο χωριό. Πεθάνανε όλοι! Ο τελευταίος έφυγε με τη γυναίκα του στην Γερμανία. Πρέπει να ‘ναι εκεί διορισμένος δάσκαλος…
Ακούς εκεί να ψάχνεις για τον Πίπη τον Γαλάνη! Τι να τόνε κάμεις αυτόνε; Χαμένο κορμί ήτανε… Ακούς εκεί… τον Πίπη τον Γαλάνη…»
Πού να ‘ξερε ο συμπαθητικός παππούλης πόσο χρήσιμες ήταν οι πληροφορίες του! Πού να ‘ξερε, ο Νίκος Ταμπανέλης, πως πιο πριν έψαχνα μια σκιά, που τώρα άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει σάρκα και οστά…
Πριν φύγω, πέρασα απ’ το νεκροταφείο της Κομπωτής και φωτογράφισα τους τάφους των Γαλάνηδων. Ούτε τον πατέρα ούτε την μάνα του Γαλάνη εντόπισα θαμμένους εδώ.
Κάποιοι θείοι του μόνο και κάποιοι που είχαν το ίδιο επώνυμο. Κάποιοι σ’ εμένα άγνωστοι…
Μια σαύρα σύρθηκε ανάμεσα στα ξερά χορτάρια και χάθηκε στα μνήματα…
Κόντευε μεσημέρι. Ο ήλιος κι η μυρωδιά του νεκροταφείου – η ταγκίλα των λαδιών, τα λιωμένα κεριά και τα λιβάνια – μου ανακάτεψαν το στομάχι…
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού…
Σ’ αντίστροφη πορεία ξαναφάνηκαν μπροστά μου τα ίδια χωριά.
Έφτασα στην Βόνιτσα και συνέχισα προς Μοναστηράκι...
Τον ίδιο δρόμο, χωματένιο τότε, πήρε κι ο Γιώργος ο Γαλάνης όταν έρχονταν σώγαμπρος
στα μέρη αυτά. Τον ίδιο δρόμο διάβηκε κι ο Σπύρος ο Γαλάνης, όταν πήγαινε να πουλήσει την περιουσία του πατέρα του. Κι αργότερα ξαναπέρασε ψειριασμένος και κουρελής, πεινασμένος
και μισοπάλαβος. Να, σ’ αυτήν την καλύβα μπορεί να χτύπησε την πόρτα, για να ζητιανέψει ψωμί. Σ’ αυτόν τον βράχο μπορεί να έγειρε ν’ απαγκιάσει, ενώ βράδιαζε κι έβρεχε και γύρω του βρυχιόνταν οι κεραυνοί… Στον κορμό του δέντρου αυτού μπορεί να έκλαψε για την Εβραία…
Όσο πλησίαζα στο χωριό, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά!
Οι καρδιές των ανθρώπων που αναζητούσα, θα ‘χαν πάψει να χτυπάνε από χρόνια…
Η πλατεία Μοναστηρακίου είναι πανέμορφη!
Όλη πλακόστρωτη. Με πλατάνια, γεφυράκια και νερά. Έχει πολλά καφενεία και φιλόξενους ανθρώπους. Εδώ συνομίλησα με πολλούς. Ιδιαίτερα, όμως, με τον Θωμά τον Σούτη και με τον
Γιώργη τον Λεπενό. Έμαθα πως η Εβραία ήταν κόρη ενός πλούσιου υφασματέμπορα απ’ την
Πρέβεζα που τον έλεγαν Μάτσα. Τ’ όνομά της παραλίγο και θα το μάθαινα, αλλά την τελευταία στιγμή ο κυρ-Γιώργης προδόθηκε απ’ την μνήμη του. «Να δεις πως τήνε λέγανε…» μου είπε. «Α…λιόζα; Αλιό…σα; Μπά, αλλιώς τήνε λέγανε! Πού να θυμάμαι…».
«Ο Γαλάνης, για να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης και πλούσιας κοπέλας, πούλησε την
περιουσία του» είπαν κάποιοι. Άλλοι είπανε πως «αυτή τον έβαλε να την πουλήσει, κι αφού του έφαγε τα λεφτά, τον απαράτησε». Κάποιος, απ’ το διπλανό τραπέζι, είπε την σωστότερη εκδοχή: «Τρέχα γύρευε τι έγινε τότε…». Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο μόνος που έτρεχε και γύρευε, ήμουν εγώ!
Το σπίτι του Γαλάνη το αγόρασε ο Φάνης ο Προδρομίτης, το 1935-1938. Πήγα και φωτογράφισα το χαλέπεδο. Δηλαδή… ό,τι είχε απομείνει. Ο Προδρομίτης έφτιαξε άλλο σπίτι, μπροστά απ’ το παλιό. Το πατρικό του Γαλάνη φιλοξενούσε στα ερείπιά του αγριοσυκιές και παλιοχόρταρα...
Ένας γέρος, συμμαθητής του Γαλάνη στο σχολαρχείο, μου έδωσε την ιδέα να ψάξω στα αρχεία του σημερινού δημοτικού σχολείου μήπως έβρισκα κάτι. Θα πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ 1910-1915, όπως έδειχναν τα πράγματα. Ο διευθυντής του σχολείου, Κυραμάρης Θεόδωρος, με συγκινητική προθυμία (πράγμα σπάνιο για υπάλληλο του δημοσίου) έψαξε τα αρχεία και βρήκε τ’ όνομα «Γαλάνης Γ. Σπυρίδων», καθώς και τη βαθμολογία του σ’ ένα μαθητολόγιο. Ήταν μια ένθετη σελίδα σκισμένη από άλλο βιβλίο, χωρίς ημερομηνία. Αυτό αποτέλεσε και την μοναδική γραπτή μαρτυρία που αποδείκνυε πως ο Γαλάνης ήταν πρόσωπο υπαρκτό!
Τίποτ’ άλλο δε βρήκα!
Τα αρχεία της κοινότητας είναι μεταπολεμικά, κατά την διαβεβαίωση της ευγενικής κυρίας Νάρδη. Της εκκλησίας αρχίζουν απ’ το 1922, μου είπε ο εφημέριος Παναγιώτης Παλιογιάννης.
Ληξιαρχικό θανάτου δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε στο δημαρχείο της Βόνιτσας, που τόσο καλά
ερεύνησε ο κύριος Αντώνης Κτενάς. Τα αρχεία του στρατού, ως γνωστόν, κάηκαν απ’ τους
Γερμανούς στην κατοχή. Για φωτογραφία, ούτε λόγος. Άρα η έρευνα τέλειωνε εδώ;
Μα, όχι! Η είδηση πως ο Γαλάνης πέθανε προ 15ετίας ήταν πασίγνωστη στο χωριό. Ας έβρισκα τουλάχιστον τον τάφο του! Έστω για ν’ ακουμπήσω πάνω του δυο λουλούδια…
Κάποιος είπε ότι τον έκλεισαν σε άσυλο, κι εκεί πέθανε.
Τηλεφώνησα στα νοσοκομεία της Πρέβεζας, της Άρτας, των Ιωαννίνων. Δεν υπάρχει άσυλο στους νομούς αυτούς. Τότε, σκέφτηκα το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Κέρκυρας. Αρνήθηκαν να μου απαντήσουν έστω κι αν νοσηλεύτηκε εκεί, επικαλούμενοι το απόρρητο προσωπικών δεδομένων... Μόνο σε συγγενείς πρώτου βαθμού θα απαντούσαν. Μα αφού δεν υπήρχαν; Παρ’ όλα αυτά συμπλήρωσα μία αίτηση και την απέστειλα. Μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα, κι αφού η αίτηση πήγε «από τον Άννα στον Καϊάφα», μου έστειλαν ένα φαξ που έλεγε ό,τι χρειαζόμουν άδεια από τον εισαγγελέα για την παραχώρηση οποιουδήποτε στοιχείου. Τηλεφώνησα εκ νέου, και ο επτανήσιος διευθυντής κύριος Κωσταγιόλας μου έκλεισε το τηλέφωνο «στα μούτρα», κάτι που δεν έκανε ποτέ ούτε κι ο πλέον αγράμματος χωριάτης του νομού Αιτωλοακαρνανίας…
Όλα τέλειωναν εδώ! Οι τάφοι των γονιών του εξαφανισμένοι απ’ το νεκροταφείο. Οι συγγενείς της μάνας του δεν είχαν να προσθέσουν τίποτα παραπάνω απ’ όσα ήξερα. Στην Πρέβεζα κανένας Μάτσας δεν υπάρχει πια. Το σώμα του Γαλάνη, σ’ όποιο άσυλο κι αν νοσηλεύτηκε, ίσως δόθηκε για επιστημονικά πειράματα μετά το θάνατό του σε κάποιο πανεπιστήμιο. Έτσι, είναι και κυριολεκτικά ανύπαρκτος σ’ αυτόν τον κόσμο!
Στο Μοναστηράκι ακόμα λένε οι γέροντες στους νέους: «Κοίταξε, μην την πάθεις σαν το Σπύρο το Γαλάνη!» όπως μου είπε κι εμένα ο μπαρμπα-Χρήστος ο Μανής εκείνο το βράδυ…
Σ’ αυτήν την φράση συμπυκνώθηκε ολόκληρη η ζωή του.
Ό,τι πόθησε, ό,τι αγάπησε, ό,τι ονειρεύτηκε ένας καπνός!
Ένας καπνός σαν εκείνον που είδα ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό, σε κάποιο χωράφι που κάποιος έκαιγε κάθαρα, όταν ξεκίνησα την έρευνα…
Πλησιάζουν Χριστούγεννα…
Όταν αργά τα μεσάνυχτα χτυπήσουν οι καμπάνες στις εκκλησιές, εκεί, μπροστά στο εικονοστάσι, την ώρα που θ’ ανάψετε το κερί σας, θυμηθείτε τον κι ανάψτε ένα και για κείνον! Ένα κεράκι για το «απολλωλός πρόβατο», για έναν άνθρωπο που δεν είχε κανέναν στην ζωή, που αγάπησε πολύ, που περπάτησε πεινασμένος και ξυπόλητος, που κράτησε «κάλαμον επί χείρας» και χλευάστηκε, που «ραπίστηκε» άγρια απ’ τα στοιχεία της φύσης κι απ’ την κακία των ανθρώπων, που πέθανε μόνος κι έρημος σε κάποιο άσυλο και που το πτώμα του δεν βρήκε ούτε δυο μέτρα γης ν’ αναπαυτεί! Αν τον θυμηθείτε, ανάψτε κι ένα κεράκι για την ψυχούλα του Σπύρου του Γαλάνη…
ΣΠΥΡΟΣ ΓΑΛΑΝΗΣ
– Σπύρο Γαλάνη, για μια Εβραία
πούλησες σπίτι και περιουσία.
– Σαν Παναγία ήταν ωραία
απ’ του χωριού μου την εκκλησία!
– Σπύρο Γαλάνη, τα λογικά σου
παρανοήσαν’ απ’ τα φιλιά της.
– Θα ‘χαν σαλέψει και τα δικά σου,
αν σε κρατούσε στην αγκαλιά της!
– Άρχοντας ήσουν, Σπύρο Γαλάνη,
κι έγινες πένης και ψωμοζήτης.
– Όλη η ζωή μου δραχμή δεν πιάνει,
χρυσάφι κάθε στιγμή μαζί της!
– Σπύρο Γαλάνη, πες μου και τούτο:
δεν μετανιώνεις που σ’ έχει αφήσει;
– Τις αναμνήσεις έχω για πλούτο
και τον καημό της, που δεν θα σβήσει!
– Σπύρο Γαλάνη, ακόμα κάτι…
Πώς τήνε λέγαν’– ποιό τ’ όνομά της;
– Αν είχε όνομα η αυταπάτη,
θα ‘ταν το ίδιο με της αγάπης!
____________________________
Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Από το περιοδικό «Νέα Λευκάδα»
Τεύχος 3, Δεκέμβρης 2003
"ΝΕΑ ΛΕΥΚΑΔΑ"
Τριμηνιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης που εκδίδονταν στην Λευκάδα από τις «Εκδόσεις Ηλία Κοντογεώργη». Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την Άνοιξη του 2003 και με την συμπλήρωση τριών τευχών σταμάτησε, λόγω αδιαφορίας του αναγνωστικού κοινού για τέτοιου είδους τοπικά αναγνώσματα αλλά και λόγω του υψηλού κόστους, μιας και ήταν το πρώτο εξ’ ολοκλήρου έγχρωμο περιοδικό στην Λευκάδα.
Οι «Ασπρόμαυρες Ερωτικές Ιστορίες» ήταν μια σειρά ερευνών με αφορμή παλαιά γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος, με αφετηρία τον έρωτα, που παρουσιάζονταν με μια μικτή μορφή: λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας.
Τρεις ιστορίες πρόλαβαν να δημοσιευθούν: α) Το Μυστικό των Κρίνων β) Η Κόρη του Καλόγερου και γ) «Κοίταξε μην την πάθεις σαν τον Σπύρο τον Γαλάνη», που διαβάσατε πιο πάνω.
wraia istoria!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή