Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ



«Γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι»

                                      Κ .Γ.  Καρυωτάκης



Ο ποιητής Κ.Γ. Καρυωτάκης (1896 –1928) πέρασε ένα διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Λευκάδα (ο πατέρας του ως νομομηχανικός εργάστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας) κι έτσι στα στενά της πόλης που σήμερα περπατάμε, κάποτε περπάτησε κι εκείνος. Πολύ αργότερα ο Καρυωτάκης, σαν δημόσιος υπάλληλος, ύστερα από ανοιχτή ρήξη, λόγω της αδέκαστης συνείδησής του, με τον τότε υπουργό Μιχάλη Κύρκο, μετατέθηκε στην Πρέβεζα, απ’ όπου ξαναεπισκέφτηκε την Λευκάδα, γράφοντας μάλιστα στον αδερφό του: «Την περασμένη Κυριακή επήγα στην Λευκάδα και είδα τι διαφορά μπορεί να υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας. Εδώ δεν βλέπει κανείς παρά χωριάτες».

Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο πως λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία του ο Καρυωτάκης μπορούσε να διακρίνει την διαφορά πολιτισμού ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη - έτσι καταρρέει η άποψη κάποιων που ισχυρίζονται ότι στην ψυχική κατάπτωση που βρισκόταν θα έβλεπε "μαύρο" ακόμα και... το Παρίσι! Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ένας τόσο ευφυής άνθρωπος θα αυτοκτονούσε απλά και μόνο για μια δυσμενή μετάθεση που δεν κράτησε ούτε ένα μήνα.

* * *


75 χρόνια αργότερα (2003) η Πρέβεζα πασπαλίζει με σκόνη το αίμα του Καρυωτάκη, αφήνοντας το σπίτι που διέμενε (Δαρδανελίων 12) στα νύχια της εγκατάλειψης. Το τραπεζάκι που έγραψε τα τελευταία του ποιήματα – κόσκινο απ’ το σαράκι κι απ’ την φθορά – μου το παραχώρησε η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, που κοντά εκατό χρονών σήμερα θυμάται:



«Τα βράδια τον ακούγαμε που περπατούσε πάνω κάτω μέσα στην κάμαρη. Ύστερα άνοιγε το συρτάρι του τραπεζιού κι εκείνο έτριζε… Μετά ησυχία! Φαίνεται θα ’γραφε. Σε λίγο σηκωνόταν κι άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω… Εγώ με την θεία μου κοιμόμαστε δίπλα… Μια πόρτα μάς χώριζε… Ήτανε το πάτωμα από σανίδες και τον ακούγαμε. Κι αυτό κάθε βράδυ… Πολλές φορές ως το πρωί…»



Η κυρία Πόπη καταγόταν απ’ την Καρυά Λευκάδας. Όταν της ζήτησα το τραπέζι για να το επισκευάσω και να το εκθέσω στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, με την υπόσχεση αν ποτέ γίνει Μουσείο Καρυωτάκη στην Πρέβεζα να επιστραφεί, με κοίταξε και είπε: «Εγώ για την ιδιαίτερη πατρίδα μου θα έδινα και την ψυχή μου, αλλά τι να το κάνεις αυτό το πράγμα, δεν είναι για παρουσιασμό!»



Μάζεψα λοιπόν έναν σωρό από σαρακοφαγωμένα ξύλα – έτσι έγινε ύστερα από τόσα χρόνια το τραπέζι, παρατημένο στην αυλή, έρμαιο στις καιρικές συνθήκες, βαμμένο με τρεις στρώσεις λαδομπογιάς – και προσπάθησα, εγώ ο άσχετος από πάσης φύσεως τεχνική εργασία να το επισκευάσω. Στα περισσότερα σημεία, τρίβονταν λες κι ήταν από φελιζόλ!..



Ήταν κυριολεκτικά σαν να προσπαθούσα ν’ αναστήσω έναν νεκρό! Έξι μήνες κράτησε η επισκευή και οι εργασίες συντήρησης, οι οποίες ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσαν ακόμα αν δεν υπήρχε η πολύτιμη και αφιλοκερδής συνδρομή του Ανδρέα Δ. Μεταξά και του Θωμά Π. Σολδάτου.



Μετά το πέρας των εργασιών, απευθύνθηκα στον δήμο Λευκαδίων και συγκεκριμένα στον συνθέτη κύριο Κυριάκο Σφέτσα, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή υπεύθυνος για τα πολιτιστικά του δήμου, προκειμένου να μεσολαβήσει ώστε να εκτεθεί το τραπέζι στην Βιβλιοθήκη ή όπου αλλού έκρινε ότι θα ήταν εφικτό.

Εισέπραξα αοριστίες, μιας και «οι επερχόμενες εκλογές», όπως είπε, «δεν μας επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες τώρα» (δηλαδή ποιος ασχολείται με τραπέζια, όταν το ζήτημα είναι… τα κουτάλια!).



Απευθύνθηκα και στον Αριστοτέλη Χαραμόγλη. Ιδρυτή της «Χαραμόγλειου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης» (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) Πρόκειται για μια συλλογή 29.000 τίτλων με τα έργα 714 Λευκαδίων και άλλο υλικό που καλύπτει 60 ενότητες λευκαδίτικων θεμάτων τα οποία υπερβαίνουν τις 34.000 και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέο υλικό.
Το 1984 δωρήθηκε από τον ίδιο τον συλλέκτη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το 1987 η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε τον Α. Χαραμόγλη για το έργο του.

Αργότερα η Βιβλιοθήκη (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) αναγράφτηκε στο Bιβλίο των Pεκόρ GUINNSS 1994 ως η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη αποκλειστικού θέματος παγκοσμίως.

Ο Χαραμόγλης ενθουσιάστηκε! Όχι μόνο ήθελε το τραπέζι, αλλά και όποιο άλλο αντικείμενο υπήρχε του Καρυωτάκη. Στο σπιτάκι της Πρέβεζας διατηρούνται ακόμα το κρεβάτι του ποιητή (το στρώμα εξαφανίστηκε από τους θαυμαστές του, αφού όταν επισκέπτονταν το σπίτι… έκοβαν κρυφά κι από ένα κομμάτι!)


ένας μεγάλος καθρέφτης με επίχρυση κορνίζα, ένα ωραίο έπιπλο με νιπτήρα και μια κανάτα. Ευτυχώς που δεν κουβάλησα όλα αυτά τα πράγματα στον Χαραμόγλη, ο οποίος την άλλη μέρα είπε πως το ξανασκέφτηκε και… δεν το θέλει το τραπέζι! Κι όταν του είπα, εκνευρισμένος, πως εγώ ξόδεψα χρόνο και χρήμα για υλικά συντήρησης κι η Λευκάδα δεν έχει ούτε μια γωνίτσα για το τραπεζάκι, υποτιμητικά έβαλε το χέρι στην τσέπη… να μου δώσει τα λεφτά που χάλασα!

Όλα αυτά μ' έκαναν να πιστεύω πως στις μέρες μας δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη διαφορά «μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας»!

Κρίμα, γιατί ο Χαραμόγλης ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Λευκάδα!



Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες… κατάφερα (!!!) να εκθέσω το τραπεζάκι στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αφού του άλλαξαν χίλιες τοποθεσίες – μέχρι που το έκρυψαν κάτω από το μεγάλο τραπέζι του συμβουλίου –, αφού του έβγαλε κατά λάθος η καθαρίστρια το ένα πόδι, τώρα τυγχάνει κάποιας καλύτερης μεταχείρισης, κατόπιν και της συμβολής της διευθύντριας κυρίας Μαρίας Ρούσσου.



Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στο αίμα και στο έργο του Καρυωτάκη, εμείς οι εναπομείναντες Λευκάδιοι «Δον Κιχώτες», «σκοντάφτοντας στην λογική και στα ραβδιά των άλλων» υιοθετούμε αυτό το… εξόριστο τραπεζάκι, παραδίδοντάς το, ως λείψανο ιερό, στο οστεοφυλάκιο της Ιστορίας.



Δημήτρης Ε. Σολδάτος

Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 1

Άνοιξη 2003 



ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, ίσως ο μόνος άνθρωπος που ζει ακόμα (2003) απ' όσους γνώρισαν προσωπικά τον Καρυωτάκη, μου είπε κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γι' αυτόν, για την εποχή εκείνη, αλλά και για τις τελευταίες μέρες του:



α) «Ήταν τζέντλεμαν! Όμορφος (ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι της επαρχίας ήταν φυσικό να βλέπει έτσι ένα δημόσιο υπάλληλο, ντυμένο με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας, γιατί ο Καρυωτάκης δεν ήταν "Άδωνις"), ολιγόλογος, ευγενέστατος και καλοντυμένος! Όταν ήρθε φορούσε ένα ωραίο, καφέ σκούρο κοστούμι με λεπτές μαύρες ρίγες! Όλες οι κουβέντες του ήταν «καλημέρα σας» όταν του πηγαίναμε το γάλα του και «καλησπέρα σας» αν μας συναντούσε στην σκάλα καθώς επέστρεφε αργά το απόγευμα. Κόσμο δεν έφερνε ποτέ στο σπίτι…



β) Λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει ήρθε και μας προπλήρωσε αρκετά νοίκια και μας έδωσε και χρήματα για τα ρούχα που του πλέναμε, αφού μας ευχαρίστησε για την όμορφη φιλοξενία μας, όπως είπε. Εμείς όταν πέθανε ξοδέψαμε μέρος των χρημάτων αυτών για λαμπάδες στην κηδεία και για μνημόσυνα, γιατί δεν μας έκανε καρδιά να τα κρατήσουμε. Όταν έφτασε ο αδερφός του στην Πρέβεζα, είπαμε να του δώσουμε τα υπόλοιπα λεφτά πίσω. Εκείνος όμως δεν τα δέχτηκε...


γ) Λίγο καιρό αφότου πέθανε ο Κωστάκης, ήρθε ένας υπάλληλος της νομαρχίας που ήταν μαζί του στο ίδιο γραφείο και μου έφερε κάτι ποιήματα που βρήκε σ’ ένα συρτάρι. Τα κρατούσα για ενθύμιο πολλά χρόνια. Ζήλευε ο άντρας μου όμως και αναγκάστηκα να τα κάψω! Αυτός ο υπάλληλος μου είπε πως ο Κωστάκης έλαβε ένα γράμμα μια βδομάδα πριν πεθάνει κι απ’ όταν το διάβασε ήταν σε άλλο κόσμο...

δ) Αυτά που γράφει στo ποίημα "Πρέβεζα" είναι όλα αλήθεια. Είχε τόσες κάργιες εδώ τότε, που φέραμε τον στρατό για να τις σκοτώσει, γιατί έπεφταν πάνω στα σπίτια των νοικοκυραίων, έσπαγαν τα τζάμια κι έμπαιναν μέσα.
Εδώ πιο κάτω στην γειτονιά υπήρχε μια γυναίκα που της έδιναν απ' το εστιατόριο κρεμμύδια για να τα καθαρίζει. Κι όταν περνούσες έξω απ’ το σπίτι της την έβλεπες στο κατώφλι, συνήθως, να μην κάνει άλλη δουλειά κι όλο το στενό βρομούσε απ’ τα κρεμμύδια κι έτρεχαν δάκρυα απ’ τα μάτια σου.»



Η κυρία Πόπη, 2003
___________________



ΔΑΡΔΑΝΕΛΛΙΩΝ 12



Στην Πρέβεζα, σ’ ένα στενό, υπάρχει ένα σπιτάκι
γωνιακό στην αγορά, φτωχό και ξεχασμένο.
Την σκάλα που κατέβηκε, σκαλί-σκαλί ανεβαίνω
γυρεύοντας τα βήματα του Κώστα Καρυωτάκη.

Στην πόρτα μ’ υποδέχεται η σπιτονοικοκυρά του
γριούλα, τότε θα ’τανε παιδούλα στα δεκάξι.
«Τις πόρτες και τα έπιπλα σαράκι έχει ρημάξει...»
μου λέει καθώς μπαίνουμε. «Αυτή ’ναι η κάμαρά του!»

Ανοίγω το παράθυρο και το γερτό παντζούρι
και βλέπω, με τα μάτια του, τις κάργες να χτυπιούνται,
γυναίκες καθαρίζοντας κρεμμύδια ν’ αγαπιούνται,
φυματικό το λιόγερμα – πληγή της Πολυδούρη.

Κάθομαι στο κρεβάτι του. Ζεστά είναι τα σεντόνια,
λες μόλις να σηκώθηκε. Κοιτιέμαι στον καθρέφτη
και μια σκιά ξωπίσω μου στο τζάμι μέσα πέφτει,
σαν να χαμήλωσε το φως και γύρισαν τα χρόνια...

Τον βλέπω στο γραφείο του – ένα παλιό τραπέζι.
Στο βάζο το τριαντάφυλλο, που απόψε το ’χει κόψει
γιατί γελώντας κοίταζε την αυστηρή του όψη.
Και δίπλα τα βιβλία του – αντί χαρτιά να παίζει.

Παντού η εγκατάλειψη. Πόση υγρασία στους τοίχους,
σαν δάκρυ που μαντήλι του τ’ ασβέστη έχει την στρώση!
Γράφει το δάχτυλο σταυρούς: σκόνη – απουσία τόση –
στα πράγματα που απόμειναν. Με δυο δικούς του στίχους

τα έπιπλα τριγύρω μου μιλούν με τον τριγμό τους –
λες κι απ’ τα χείλη εκεινού τα λόγια ετούτα βγαίνουν:
«Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν,
άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους».

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, 2003



 FORUM  ΠΡΕΒΕΖΑΣ (για τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)



Εφημερίδα 'ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (Για την Πρέβεζα, τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)



ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Απ' την εκπομπή "Πρώτη Σελίδα"

του Φρέντυ Γερμανού.





ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ


4 σχόλια:

  1. Αντί άλλων σχολίων:

    ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

    ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

    (ανάμνηση Κ. Γ. Καρυωτάκη)

    Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη.
    Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
    Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
    μονάχα αυτοί με λύπη τους πενθούν.

    Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
    Κατασκευάζουν σχέσεις και δεσμούς.
    Λιωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
    Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.

    Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
    Στο θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
    Σε μια κηδεία όλοι παγωμένοι
    τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.

    Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
    - έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς – .
    Κι όλα κρυφά, σιγά κι αρρωστημένα
    μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.

    Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν.
    Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
    Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
    Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.

    Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
    Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
    Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
    Χιονίζει απόψε φως του θανατά.

    Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους –
    θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
    Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
    Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελλαθούν.

    Γυναίκες, που είχαν μοίρα για να γίνουν
    ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά
    Το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
    και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.

    Στο τέλος ζουν μες τα γηροκομεία
    κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
    Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
    ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ωραία η παρουσίασή σας και σωστές οι πρωτοβουλίες σας. Να σας πω μόνο, εκεί που λέτε πως "η Πρέβεζα πασπαλίζει με σκόνη το αίμα του Καρυωτάκη", πως η Πρέβεζα δεν έχει σκόνη. Σαν Πρεβεζάνος ξέρω πως έχει μόνο χώμα. Χώμα μαζί με αίμα. Ρωτήστε και τους τόσους Λευκαδίτες που ζουν εδώ, είναι και δικό τους χώμα μαζί με τον ιδρώτα τους.
    Γιάννης Ρέντζος

    ΑπάντησηΔιαγραφή