Ζητιάνευε παραπλεύρως του Πολυτεχνείου
Σέρβα μαυροντυμένη γύρω στα εβδομήντα
Κρατούσε μια πινακίδα με ανορθογραφίες
Κι από πίσω κρύβοντας το πρόσωπό της
Από ντροπή ίσως που ζητιάνευε
Κι από απελπισία ενδεχομένως
Που κανείς δεν την ελεούσε
Έκλαιγε σιωπηλά
Ήταν την ίδια εκείνη μέρα
Που το βράδυ θα βραβευόμουν
Για τα ποιήματά μου απ’ την Ακαδημία
Χαρούμενος λοιπόν εγώ
Ενέδωσα στην λύπη της
Δίνοντάς της 2 ευρώ
Θα έδινα κάτι παραπάνω
Αν δεν σκεφτόμουν την τελευταία στιγμή
Πως ίσως πρόκειται για αγυρτεία
Εκείνη πήρε το νόμισμα δακρυσμένη
Το φίλησε κι έκανε τον σταυρό της
Σαν να ευχαριστούσε τον Θεό
Για τον άρτον τον επιούσιον
Τότε επέστρεψα και της χάιδεψα τα μαλλιά
Όπως ενδεχομένως θα έπραττε Σέρβος ποιητής
Στην δική μου μάνα που θα ζητιάνευε στον τόπο του
Το βράδυ στην Ακαδημία
Όταν με συγκίνηση πήρα το βραβείο
Από τα χέρια του προέδρου
Και φίλησα την περγαμηνή
Κάνοντας τον σταυρό μου
Που ο Θεός – ή ΤΥΧΗΙ ΑΓΑΘΗΙ – βοήθησε
Θυμήθηκα την μαυροντυμένη Σέρβα
Και σκέφτηκα πως κάποιες φορές
Όταν η ανάγκη το επιτάσσει
Ένα νόμισμα στην παλάμη του πεινασμένου
Ισοδυναμεί μ’ ένα βραβείο Ακαδημίας
Στα χέρια ποιητή αγνοημένου
Η ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ (Από τον πρόεδρο κύριο Π. Βοκοτόπουλο)
ΡΕΤΡΟ ΧΕΙΡΑΨΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ"έμαθα να δίνω χέρια και να χάνω χέρια..."
ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Φωτογραφίες: Γιάννης Φαλκώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου