Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Η ΧΡΥΣΟΦΡΥΔΗ ΚΙ Ο ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ


ΕΛΕΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΕΡΥΚΙΟΣ


Η ΧΡΥΣΟΦΡΥΔΗ ΚΙ Ο ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ

«Εγώ είμαι ιεροφάντης σου, βωμοί τα γόνατά σου»

Κ. Παλαμάς


Κάλπαζε ο Άγγελος στην αμμουδιά πάνω σε ολόλευκο άλογο με την Εύα στην αγκαλιά του. Σπίθιζαν οι οπλές πάνω στα χαλίκια. Ολόιδιος Πήγασος το περήφανο άτι σηκώνονταν στα πισινά του λες κι ήθελε να εκτοξευτεί μπροστά σαν βέλος. Μέσα στο μαυράδι του ματιού του ο δίσκος του ήλιου καθώς βασίλευε, κόκκινος και πηχτός σαν αίμα, έδειχνε κάρβουνο που σε νύχτα βαθιά φλογάει τα σκότη. Δάγκωνε το χαλινάρι, θέλοντας να ελευθερωθεί για να πετάξει σαν ψυχή σκλαβωμένη που στο σώμα πια δεν χωράει. «Μια απόγειαν αγνότη» φυσούσε από την μεριά της θάλασσας. Μικρά υγρά διαμαντάκια, μύρα ευωδιαστά οι θαλασσοσταγόνες πάνω στης «γαληνομέτωπης» τα μαλλιά. Τα φιλούσε ο Αλαφροΐσκιωτος κι η αρμύρα τού μούδιαζε τα χείλια. Σκύβει στ’ αυτί της. Απαλά, όπως η αύρα θροΐζει στον καλαμιώνα, της ψιθυρίζει : «Όλα τα σάρκωσες εσύ! Όλα τ’ άφηκα πίσω μου, πως αφήνει ένα ντύμα το φίδι» κι ήρθα κοντά σου. Εκείνη ζεστή σαν φωλιά, «ψυχή πυρόζωη», γυναίκα «λιανοκόκαλη», με τον ιδρώτα στο μέτωπό της να κυλάει καθώς το μέλι απ’ την κερήθρα, «άξιο ανάστημα της πνοής του», τρέμει «ωσά φτερούγες ν’ άπλωσε στο αγέρι η ανατριχίλα».
«Έρως! Το μειδίαμα του ιδεώδους προς το υπάρχον!»

«Σε κάποια άκρη της Λευκάδας, όπου τα χαλίκια είναι καθάρια, τελειωμένα από το κύμα σαν αυγά περιστεριού» συνέβη αυτό το θαύμα, «ένα αργό ηλιοβασίλεμα» του… 2008.
Στις φλέβες της γυναίκας κυλούσε το αίμα του Αγγέλου: δισέγγονή του, από τον γιο του τον Γλαύκο. Στου άντρα τα φρένα στροβιλίζονταν σαν γαλαξίας το πνεύμα του Σικελιανού: λίγες μέρες πριν είχε ενσαρκώσει στο Κηποθέατρο τον μύστη ποιητή στην παράσταση «Λόγος Αγγέλου», έκτοτε μια φωνή μαύλιζε την ακοή του: «τίναξε το μεγάλο βάρος του εαυτού σου κι έλα καταπάνω μου να σου φιλήσω το κεφάλι και τα μάτια, γιατί εγώ είμαι ο αδερφός που επρόσμενες παντοτινά!».

Συνδετικός κρίκος και των δύο ο Γιάννης Φαλκώνης, που πίστεψε πως «ήρθε η ώρα οπού ο άμμος θα τρίξει κάτω απ’ τα πόδια σαν ζωντανή φωνή». Με την κάμερα στο χέρι απαθανάτισε τις μυστικιστικές αυτές στιγμές, της αναβίωσης του καιρού που η Εύα με
τον Άγγελο κάλπαζαν ερωτευμένοι στα ίδια ετούτα μέρη, εκατό χρόνια πριν! Στον ρόλο της Εύας η Έλενα, συνδετικός κρίκος στο χάσμα των εποχών. Ένα ακόμα ντοκουμέντο μοναδικό, μέρος του μυθικού ντοκιμαντέρ που γυρίζεται εδώ και ποιος ξέρει πόσα χρόνια και που κανείς δεν έχει ιδέα πότε κι αν ποτέ θα τελειώσει. Ο Γιάννης είναι κυριολεκτικά «έξω απ’ τον χρόνο». Ένας μανιακός της τέχνης. Υπομονετικός όμως και μακρόθυμος σαν τις «αργοβάδιστες αρκούδες» στην Ιερά Οδό. Τι αξίζει όμως η τέχνη αν δεν είναι ιερά οδός;


Η Έλενα ήρθε στην Γύρα «χρυσόφρυδη» κι ανάλαφρη σαν φάσμα, «κατά πως γράφει η θάλασσα, με το φτερό τ’ ανέμου, απάνω σ’ απλωτό γιαλό πόχει ψιλόν τον άμμο…»
Ωραία σαν άγγελος και «με τον κόσμο πίσω της να καίγεται σαν Τρωάδα, κι η πυρκαγιά ν’ αντιφεγγάει στα βάθη των περασμένων, όπως με την δύση του ήλιου αντιφεγγάν τα παραθύρια μιας πολιτείας ολόφλογα και ξάφνου βυθίζονται στο βράδιασμα».

Η κόρη της, η μικρούλα Εύα, σαν την προγιαγιά της, ίδια κατάξανθη μαινάδα έτρεξε κι έπεσε με τα ρούχα στην θάλασσα λες κι η αρμύρα ήθελε να ζευγαρώσει με το αίμα του Σικελιανού εντός της. Όταν μπήκε στ’ αυτοκίνητο να φύγει, άπλωσα το χέρι μου να την χαιρετήσω και τεντώθηκε για ν’ ακουμπήσει τ’ ακροδάχτυλά μου, όπως ο Θεός αγγίζει τον Αδάμ στον γνωστό πίνακα της Δημιουργίας. Εντελέχεια!

Ο Δημήτρης Βερύκιος «αγνάντια στον ήλιο που βασίλευε ως πυρωμένο σίδερο, εφανέρωνε την μυστική την πλάση πολυκίνητη σαν τον μυριόπτυχο χιτώνα, σταματώντας μπροστά στην λάμψη των αισθήσεων ως σε κατώφλι Ναού», προτού να μπει. Στο άδυτο των αδύτων εισερχόμενος, στην πεπτ-ουσία της Τέχνης, απεκδύθηκε την τεχνική «σαν τον φλογερό χιτώνα του Νέσσου, τραβώντας όλες τις σάρκες απ’ τα κόκαλα!» Και ντυμένος στα λευκά, σαν Ελευσίνιος ιεροφάντης μύησε τα μάτια μας στην μυσταγωγία των Σικελιανικών μυστηρίων. Αν κάποτε αυτό το ντοκιμαντέρ τελειώσει και προβληθεί στο κοινό, η κριτική δεν θ’ αποτελείται από γράμματα, αλλά από θαυμαστικά!!!

Αληθινά! Κι εγώ «ήμουν έξω, ήμουν έξω απ’ τον χρόνο». Όλες οι σκηνές ήταν σαν «Ύμνος του Μεγάλου Νόστου». Τα λόγια «σαν κληματόβεργες που σέρπουνε στο χώμα, δίχως αντιστύλι». Ψυχή «γυμνή σ’ αφήνω εδώ, σαν φρουρημένη απ’ την παντοδυναμία της σιωπής» που μαυλιστικά ψιθυρίζει: Γένοι’ οίος έσσι.


(Τα κλεισμένα σε εισαγωγικά αποσπάσματα είναι σκόρπιοι στίχοι παρμένοι από το έργο του Άγγελου Σικελιανού.)


__________________________

Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Από την εφημερίδα «τα Νέα της Λευκάδας»
Αριθμός φύλλου 1000, σελίδα 4
12 Ιουνίου 2008




1 σχόλιο:

  1. Ποιητη.Τα γραπτα σου νικουν το χρονο,ακομη και τη διασταση της βιωμενης αναμνησης.
    Σαν ΚΙΟΝΑΣ καρφωμενος στο διαδυκτιο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή